Google+ Γαλακτοκομικά Καρυάς - Μαυρόγιαννης Θεοδόσιος: Ιουνίου 2011

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Καρυά – William George Clark

Καρυά - William George Clark
από Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού



Γουίλιαμ Τζωρτζ Κλαρκ ( Μάρτιος, 1821- Νοέμβριος, 1878), Άγγλος κλασσικός και σαιξπηρικός μελετητής , γεννήθηκε στο Barford Hall, Darlington.

Τον Απρίλη του 1856, φοιτητής του Cambridge μαζί με μια ομάδα συμφοιτητών του περιηγήθηκαν τον Μοριά. Το ταξίδι αυτό αποτέλεσε το θέμα της πανεπιστημιακής του εργασίας με τον τίτλο Peloponnesus. Ξεκίνησαν από την Αθήνα με προορισμό τα Μέγαρα. Πέρασαν τον Ισθμό της Κορίνθου, την Νεμέα, τις γύρω περιοχές και κατέληξαν στο Άργος.


Επόμενος προορισμός τους η Αρκαδία και ενδιάμεσος σταθμός η Καρυά. Στο σημείο αυτό ο William Clark αφιερώνει σε αυτή ολόκληρο κεφάλαιο (σελ. 114-124), δίνοντας του ως τίτλο το όνομά της.





[...] Στο Άργος ο Αμερικανός φίλος και ο σοβαρός Ελευθέριος μας άφησε για να επιστρέψει στην Αθήνα. Οι υπόλοιποι της ομάδας ξεκινήσαμε για την αντίθετη κατεύθυνση στις 20 του Απρίλη, γύρω στις δυο το απόγευμα. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα χωρίς σύννεφα. Και ενώ ήμασταν ακόμα στην αρχή της χρονιάς η ζέστη στην πόλη ήταν εξαιρετική. Γύρω στο μεσημέρι το θερμόμετρο έδειξε 82 στην σκιερή πλευρά του δρόμου, όμως καθώς στρίψαμε στην βορειοανατολική πλευρά του λόφου και συνεχίσαμε το δρόμο μας προς την κοιλάδα του χαράδρου, συναντήσαμε φρέσκους ανέμους από την Αρκαδία, που κάτω από την προσταγή τους εξαφάνισαν κάθε πονοκέφαλο και εξάντληση.

Τα μόνα απομεινάρια της αρχαιότητας τα οποία είδαμε ήταν αρχικά μια Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή κατασκευή η οποία εμφανιζόταν ανά διαστήματα σε κατεστραμμένα τμήματα κατά μήκος της πλευράς του λόφου προς τα αριστερά , και από την πλευρά του σκόπευε έκδηλα να μεταφέρει ένα βουνίσιο ρυάκι στο Άργος. Παρακάτω στα αριστερά ένας τετράγωνος πύργος, πιθανότατα Ελληνιστικός, κατασκευασμένος προφανώς σαν φυλάκιο για να ελέγχει και να υπερασπίζεται το μονοπάτι. Ο φρέσκος αέρας μας συντρόφευε καθώς συνεχίζαμε. Αντί για γυμνό έδαφος μπαλωμένο με κισσό και θυμάρι βρήκαμε πιο πυκνό πράσινο χορτάρι και οι μπασμένοι θάμνοι έδωσαν χώρο σε δασύλλια και συστάδες καθώς το μονοπάτι απλωνόταν στη βάση ενός χειμάρρου κατά μήκος μιας απότομης πλευράς, μιας ρεματιάς.

Συρθήκαμε και σκαρφαλώσαμε στην αγκαλιά των λόφων. Σε περίπου τεσσεράμισι ώρες φτάσαμε στην Καρυά, ένα μικρό χωριό φωλιασμένο σε μια καλοποτισμένη και καλοφυλαγμένη κοιλότητα στην κύρια οροσειρά του Αρτεμισίου.

Σπίτια με άσπρους τοίχους και κόκκινες οροφές είναι σκορπισμένα στην πλαγιά. Το καθένα με τη δική του πλοκή από χωράφια και έναν κήπο παραδίπλα. Ένα στεφάνι μπλε καπνού σε κάθε μία από τις χωρίς καμινάδα οροφές έβρισκε το δρόμο μέσα από τα κεραμίδια όσο καλύτερα μπορούσε. Σκεφτήκαμε ότι δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τόσο όμορφο. Υπάρχουν τολμώ να πω χίλια χωριά στις ψηλές αλπικές κοιλάδες τα οποία είναι ακριβώς το ίδιο όμορφα όσο και η Καρυά, όμως είναι μόνο αφού το μάτι έχει κουραστεί από μια σειρά από άγονα γκρι βουνά και καμένες καφέ κοιλάδες για να αισθανθεί την πραγματική ευχαρίστηση του να ξεκουραστεί πάνω στη χλόη. Ήταν μια ευχάριστη πρόγευση της Αρκαδίας. Το αν η Καρυά είναι πραγματικά μέσα στα σύνορα της αρχαίας Αρκαδίας είναι αμφίβολο. Τα σύνορα δεν διέσχιζαν όπως κανείς θα περίμενε κατά μήκος της κορυφής του λόφου, αλλά την ανατολική του πλευρά κατά μήκος της ψηλότερης πορείας του Ινάχου.

Ήταν ηλιοβασίλεμα καθώς μπαίναμε στο χωριό. Πάνω σ’ ένα λοφίσκο είχαν συγκεντρωθεί περίπου τριάντα ή σαράντα άντρες σχεδόν όλοι οι ενήλικες άντρες του χωριού για όχι κανέναν πιο σοβαρό σκοπό παρά για συζήτηση και κάπνισμα. Όλοι τους μας χαιρέτησαν με μια ελαφριά υπόκλιση τοποθετώντας παράλληλα το δεξί χέρι στην καρδιά και ανασηκώνοντας το αριστερό χέρι στο μέτωπο. Ένας τρόπος που πιθανών τον έχουν μάθει από τους Τούρκους, και τώρα πια άχρηστος στις μεγάλες πόλεις.

Ζητήσαμε τον Δήμαρχο κι ένας ζωηρός νεαρός με αλβανικό μεσοφόρι και φέσι ξεπρόβαλλε. Σε αυτόν παρουσιάσαμε ένα στρογγυλό γράμμα με το οποίο ο υπουργός των εσωτερικών μας είχε κάνει τη χάρη αναφερόμενος σε όλους τους κοινωνικούς λειτουργούς , ζητώντας τους να μας παράσχουν κάθε βοήθεια. Ακόμα δεν είχε προλάβει να το διαβάσει, η δείχνοντας μας ότι τάχα το διάβασε, αφού δεν είμαι σίγουρος ότι το κρατούσε από τη σωστή του πλευρά, και αμέσως με ανοιχτές αγκάλες σαν να πετούσε, άρπαξε τους νεοφερμένους. Στην κυριολεξία άρπαξε τον καθένα από εμάς από το χέρι και έτρεξε το λόφο κάτω μαζί μας στο σπίτι του, όπου μας έβαλε αμέσως στο καλύτερο δωμάτιο από τα δυο που διέθετε το σπίτι και μας προσέφερε μαρμελάδα και ένα ποτήρι αγνό κρύο νερό, ως ένδειξη καλωσορίσματος. Εδώ όπως και παντού βρήκαμε την πιο αυθεντική καλοσύνη και φιλοξενία.

Αφήνοντας την Καρυά γύρω στις επτά το επόμενο πρωί ο ένας μετά τον άλλο οι χωρικοί περνούσαν στον δρόμο για την καθημερινή τους εργασία σε κάποιο μακρινό χωράφι. Ο καθένας τους μας χαιρετούσε με ένα ευγενικό καλημέρα. Περιμέναμε την ομάδα μας σε μια γωνιά του δρόμου που έμοιαζε με ειρηνικό χωριό με τις καπνισμένες του οροφές.

Κοντά βρισκόταν ένας νερόμυλος κατασκευασμένος ως εξής: ένα δυνατό αντιστήριγμα του τοίχου είναι κατασκευασμένο αντίθετα στην πλευρά του λόφου, και στην κορυφή του μια σειρά από ξύλινες γούρνες μεταφέρουν τη ροή του νερού στη σωστή γωνία στον τροχό. Ο μουσκεμένος τοίχος ήταν φουντωτός από τη φτέρη και κάθε είδους οργιώδους χορταριού.

Είχαμε συχνά την ευκαιρία να θαυμάσουμε την υπομονετική επινοητικότητα με την οποία μεταφερόταν το αραιό ρυάκι του νερού για μίλια σε ένα κανάλι κατασκευασμένο κατά μήκος της πλευράς του λόφου για να γυρίσει μια από αυτές τις ρόδες του μύλου, και μετά να το μοιράσει στα παρακάτω χωράφια. Είχαμε συχνά την τύχη να ξεκουραστούμε στη γειτονιά ενός τέτοιου μύλου, μια και ήμασταν σίγουροι ότι θα βρίσκαμε τα δυο βασικά αναγκαία νερό και σκιά.

Αυτό που θυμάμαι ιδιαίτερα απ’ τη Καρυά είναι το ευχάριστο μισάωρο που περάσαμε ακούγοντας το τρίξιμο του τροχού και τον παφλασμό του νερού. Φυσούσε ένα φρέσκο αλπικό αεράκι και μια έντονη λιακάδα λαμπύριζε πάνω σε δροσερό χορτάρι- γη και ουρανός «πλενόντουσαν» σαν να ήταν πρωί. Ήταν μια σκηνή η οποία θα είχε εμπνεύσει τον Θεόκριτο* με ένα ειδυλλιακό όμως γεμάτο από ειλικρινές και αυθεντικό ανθρώπινο συναίσθημα το οποίο είναι το αλάτι της λογοτεχνίας [...].

Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Πεζοπορία από την Καρυά στο όρος Αρτεμήσιο





Πληροφορίες: Η Καρυά Αργολίδας,είναι περίπου 15 χιλιόμετρα, από το Άργος Αργολίδας,για διαμονή μπορείτε να βρείτε στο ,Αργος και στο Ναύπλιο ,υπάρχει και ένα συγκρότημα δωματίων στην Καρυά,αλλά καλό είναι να επικοινωνίσετε για κράτηση δωματίου.

Το χειμώνα είναι πανέμορφο το χωριό, μπορείτε να φάτε στις δύο ταβέρνες με τζάκι και μετά να πάτε για καφέ σε ένα πανέμορφο καφενείο.Εαν πετύχετε ανοιχτό τον φούρνο,θα αγοράσετε φρέσκο χωριάτικο ψωμί,στην επιστροφή μην παραλείψετε , εαν το βρείτε ανοιχτό,να αγοράσετε τυριά και γιαούρτη,από το Τυροκομειό που είναι πάνω στο δρόμο προς το Άργος,θα σας μείνει αξέχαστο, βουρ για εκδρομή στην Καρυά- Κολοκοτρωνίτσι και βόλτα στο Άργος και Ναύπλιο.

Στο γυρισμό για Αθήνα, μπορείτε να επιστρέψετε,μέσω Λυγουριού, Επιδαύρου ,από τα Ίσμια της Κορίνθου,μόνο που έχει πολλές στροφές ο δρόμος, κατά τα άλλα η διαδρομή είναι πανέμορφη.
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Οι Καρυές της Ελλάδας σε ημερολόγιο-λεύκωμα του 2011

Ημερολόγια . Προοδευτικού & Μορφωτικού Συλλόγου Καρυάς


Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Δαγρές Γιαννάκος (Λαογραφικά της Αργολίδος)

Το κείμενο δανειστήκαμε από το βιβλίο του Δημοσιογράφου Κώστα Δ. Σεραφείμ « Λαογραφικά της Αργολίδος».
  

Προτομή Γιαννάκου Δαγρέ στην Καρυά
Κατά τον ιερόν αγώνα του 1821 η Καρυά ανέδειξε πολλά παλληκάρια με αρχηγό τον Γιαννάκο Δαγρέ του οποίου το σπίτι δεν σώζεται παρά μόνο η γνωστή τοποθεσία. Ο Γιαννάκος Δαγρές γιός του Γεωργίου Δαγρέ μετά τον θάνατο του πατέρα του αναλαμβάνει το αρματωλίκι του Αρτεμισίου. Συνεδέθη διά στενής φιλίας μετά του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη τον οποίον  ακολουθούσε σε διάφορες ασκήσεις, αναγνωρίσεις εδάφους, ενέδρες, συμπλοκές με τους αλλαξοπίστους Αλβανούς και σε διάφορες άλλες επιχειρήσεις.
Από όλους είχαν αναγνωρισθεί οι ικανότητες και η μεγάλη αξία του Γιαννάκου Δαγρέ. Όταν ο Κεχαγιά- Μπέης κατέβηκε στο Άργος για να περάσει προς την Τρίπολι  ο Δαγρές με τα παλικάρια του έσωσε τα γυναικόπαιδα από βέβαια σφαγή  όταν έντρομα  έτρεχαν προς τα ριζώματα της Άκοβας και του Βρουστίου γα να κρυφτούν.
Όταν ο Κεχαγιά – Μπέης φθάνει στην Τρίπολι  ο Δαγρές τον ακολουθεί. Εκεί δεν περιωρίζεται μόνο σε μικροσυμπλοκές για τρόφιμα και άλογα αλλά αναμειγνύεται και στις πλέον επικίνδυνες ενέδρες εναντίον των Τούρκων.  Σε μια ενέδρα φονεύει τον Αλήμπεη και σώζει τον Αρχιμανδρίτη Αθανασόπουλον.
Επρωτοστάτησε με υπόδειξη του Κολοκοτρώνη στην κατασκευή της περιωνύμου τάφρου της «γράνας» και έλαβε μέρος στην μάχη αυτής. Δέχεται όμως αιφνιδιαστική επίθεση από τον Κεχαγιά – Μπέη παρά την Κανίστρα που βρίσκεται στο δυτικό μέρος του Χτενιά. Με αντεπίθεση όμως ο Δαγρές τον υποχρεώνει να γυρίσει πίσω και να υποστεί την συμφορά της γράνας.
Η παράδοση αναφέρει ότι περικυκλομένος ο Δαγρές καταφεύγει σε κρύπτη του βουνού για να  μην συλληφθεί ζωντανός από τους Τούρκους. Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν να παραβιάσουν την είσοδον διότι σε απόπειρα καθόδου των επί της κρύπτης σημαδεύονται ευστόχως και καλύπτουν την είσοδον με πτώματα. Τότε συλλαμβάνουν το σχέδιο να ρίξουν μέσα στην κρύπτη τις αναμμένες κάπες τους για να πεθάνει από ασφυξία. Βλέποντας όμως τη φωτιά ο Κολοκοτρώνης σπεύδει και ελευθερώνει αυτόν.
Πρίν της απελευθερώσεώς του προηγήθη μια συζήτηση  του Δαγρέ με τους Τούρκους η οποία έχει αποθανατιστεί στο τραγούδι:
«εχτές, προχθές που πέρναγα στα κλέφτικα λημέρια άκουσα αναστεναγμούς κι’ αντρίκια μοιρολόγια. Ποιος νάταν που βλαστήμαγε κι’ έχυνε μαύρα δάκρυα; Οι Τούρκοι τον φωνάζανε και τον παρακαλούσαν.
Έβγα Δαγρέ προσκύνησε και δός μας τ’ άρματά σου, να περπατάς ελεύθερος Τούρκος μη σε πειράζει. Μα μήπως είμαι νιόπαντρος νύφη να προσκυνήσω; Είμαι ο καπετάν Δαγρές είμαι ο Βλαχοκαρυώτης. Το Θοδωράκη καρτερώ και θα σας πολεμήσω. Ακόμα ο λόγος έστεκε και συνεχειά κρατιώταν Κολοκοτρώνης έφθασε και το Γιαννάκο κράζει. Πούσε Γιαννάκο βρ’ αδελφέ βρέ καπετάνιε;
Ποιος είσαι εσύ που μου μιλάς εσύ που μου φωνάζεις; Γιαννάκο δε με γνώρισες που είμαι ο Κολοκοτρώνης; Αν είσαι συ ο Θοδωρής, είσαι ο Κολοκοτρώνης δείξε σημάδια μυστικά άλλος να μη γνωρίζει, ιδές την ταμπακέρα μου την φούντα του φεσιού μου».
Ο Δαγρές είχε και ένα πρωτοπαλίκαρο τον Καραντζούλη ή Σκούληκα. Στο θάνατο του οποίου αναφέρεται το εξής τραγούδι; «Κλάφτε κλαριά κλάφτε δεντριά το Γιώργη Σκούληκα το Γιώργηκαραντζούλη που ήταν και κάτω στη γλυκειά βρύση με τρεις κανάλους. Μα κι’ ο Δαγρές του φώναξε κι’ ο Δαγρές του λέγει: Γιώργη μου κάτσε φρόνημα. Γιώργη μου κάτσε χάμου. Γιώργη μου μη φαντάζεσαι πως έχεις φυλαχτάρι».
Κατά το έτος 1826 πέρασε από το χωριό το μήνα Ιούλιο μέρος του στρατού του Ιμπραήμ. Οι κάτοικοι έφυγαν από το χωριό ενώ αυτός επυρπόλισε μερικές οικίες, εφόνευσε μερικούς γέροντες που έμειναν στο χωριό και τον ιερομόναχον από τα Τσιπιανά.
Τότε εφόνευσαν και την ωραία Κατερίνα Μουρτοπούλου, λεχώνα με το μικρό της. Περί αυτής η παράδοση λέγει ότι να την πάρουν αιχμάλωτη, αλλά επειδή αρνήθηκε και αντεστάθη την φόνευσαν. Σώζεται και το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
«Νάταν ημέρα βροχερή μωρ’ Κατερίνα μωρ’ Μουρτοπούλα κι η νύχτα χιονισμένη που κίνησε ο Μπραΐμ πασάς από την Αλεξάνδρα ή από το Ναυαρίνο. Και  τρεις κολώνες γίνηκαν και οι τρεις φαρμακωμένες. Η μιά πηγαίνει απ’ το Λουκά κι’ άλλη από τις πόρτες κι’ η Τρίτη η χειρότερη απ’ την Καρυά πηγαίνει.
Μα παίρνει στάνες πρόβατα και βουρκολούς γελάδια, και παίρνει και μια νιόπαντρη τριών ημερών λεχώνα. Μπροστά την πάν δεν περπατεί πίσω την βάλουν στέκει. Κι’ ένα μικρό Μπεόπουλο την κρυφοκουβεντιάζει, νυφούλα για δεν περπατάς δεν πας κοντά στους άλλους; Μη σε βαραίνουν τα φλωριά, μη σε βαραίνει η φούντα; Δεν με βαραίνουν τα φλωριά δεν με βαραίνει η φούντα μα με βαραίνει το παιδί που άφησα στην κούνια. Της κούνιας επαρήγγειλε της κούνιας παραγγέλει, κούνια μου κούνα το παιδί, κούνια μου λύστο δέστο. Μα μήπως είμαι η μάννα του για να το μεγαλώσω;»
  
Κώστας Δ. Σεραφείμ
(Στο κείμενο διατηρήθηκε η ορθογραφία του Συγγραφέα).
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...