Google+ Γαλακτοκομικά Καρυάς - Μαυρόγιαννης Θεοδόσιος: Αυγούστου 2021

Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Οι ορμήνιες της γιαγιάς

Η Κώσταινα, κατά κόσμον Ελένη, ήταν η γιαγιά μου από τη μεριά της μητέρας. Ήταν γεννημένη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Δε ζήσαμε ποτέ μαζί, βλεπόμασταν στο χωριό τα καλοκαίρια. Αργήσαμε μάλιστα να γνωριστούμε, καθώς τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο εξωτερικό. Δεθήκαμε όμως τόσο πολύ που αναπληρώσαμε τον χαμένο χρόνο. Αχ πόσο την αγαπούσα τη γιαγιά! Κι αυτή εμένα! Μου είχε μάλιστα εκμυστηρευτεί ότι ήμουν η αγαπημένη της εγγονή. Η πρώτη μου ανάμνηση από τη γιαγιά ήταν η ερώτηση αν ήθελα να μου προσθέσει αλάτι στο γάλα από την κατσίκα. Αναγούλα μου είχε έρθει. Εδώ δεν έπινα το κανονικό γάλα, πόσο μάλλον το κατσικίσιο και μάλιστα με προσθήκη αλατιού! Φρίκη! Το δεύτερο γαστρονομικό σοκ ήταν το ζυμωτό ψωμί, αρκετών ημερών, μαύρο και θεόξινο! Ακόμα έχω τη γεύση του. Τότε μου προκαλούσε αποστροφή, ενώ τώρα νοσταλγία. Μακάρι να είχα μία φέτα με φρέσκο λάδι και τη γιαγιά δίπλα να μου λέει ιστορίες και να μου δίνει ορμήνιες όπως τότε στην εφηβεία…
Στην εξωτερική εμφάνιση η γιαγιά έμοιαζε με όλες τις άλλες ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού. Γερασμένη πριν την ώρα της, με βαθιές ρυτίδες, τσεμπέρι στο κεφάλι και κάτι φαρδιά φουστάνια, μαύρα πάντα. Η γιαγιά δεν ήταν χήρα αλλά όλο και κάποιος υπήρχε για να πενθήσει. Στα νιάτα της ήταν καλλονή. Ψηλή και λεπτή με αλαβάστρινο δέρμα, μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και μαύρα μακριά μαλλιά πάντα φορεμένα σε κότσο. Αν και την εποχή της έκαναν θραύση οι γάμοι από προξενιό, η γιαγιά πήρε τον παππού από έρωτα. Υπήρχαν βέβαια κάποιες τεχνικές δυσκολίες. Κατ΄ αρχήν ο παππούς έπρεπε να πάει να πολεμήσει. Δύο παγκόσμιους πολέμους αξιώθηκαν να ζήσουν οι παππούδες μου. Όταν ο παππούς γύρισε από το μέτωπο, έπρεπε πρώτα να παντρέψει τις αδελφάδες του. Ξεφραγκιάστηκε για να τις προικίσει. Όταν πήγε λοιπόν να ζητήσει το χέρι της γιαγιάς ζήτησε κι αυτός κάποια προίκα, όπως ήταν η τακτική της εποχής. Ενώ την αγαπούσε τη γιαγιά και την ήθελε, χάλασε η δουλειά στην προίκα. Ο πατέρας της γιαγιάς, δεν έδινε στον παππού το χωράφι που ζητούσε. Ο παππούς με τη σειρά του πείσμωσε και έφυγε. Όταν είδε όμως ότι την προξενεύανε αλλού, ούτε προίκα απαίτησε ούτε τίποτα. Το Ελενάκι του ήθελε μόνο. Αλλά και η γιαγιά αποκλείεται να έπαιρνε άλλον από τον παππού που ήταν λεβέντης και της είχε κλέψει την καρδιά. Εξήντα πέντε χρόνια, δε χώρισαν ούτε μέρα.
«Του γέρου να ακούς ακόμα και την πορδή!», ήταν η πρώτη ορμήνια που μου έδωσε η γιαγιά όταν αρχίσαμε να γνωριζόμαστε και να αποκτάμε οικειότητα. «Εσείς οι νέοι νομίζετε ότι τα ξέρετε όλα και μας περιφρονείτε εμάς τους μεγάλους αλλά έτσι την πατάτε!», συνέχιζε απαριθμώντας πλείστα παραδείγματα προς τεκμηρίωση των λεγομένων της.

Καθώς βρισκόμουν στο peak της εφηβείας, οι συμβουλές αφορούσαν επί το πλείστον τη σύναψη σχέσεων.

«Να μην είσαι ευκολόπιστη. Μη τσιμπάς στα γλυκόλογα. Οι άντρες θα σου πουν αυτά που θέλεις να ακούσεις, μέχρι να σε ρίξουν. Αυτοί, κορίτσι μου, βλέπουν τις γυναίκες σαν το λεμόνι. Το στύβουν και μετά πετούν τη λεμονόκουπα. Τέτοια είναι η φτιασιά τους. Γι’ αυτό να προσέχεις! Ο άντρας θα πλησιάσει αυτή που θα του δώσει δικαιώματα. Να είσαι πάντα σοβαρή και μετρημένη. Άσ’ τον να βράζει στο ζουμί του. Τότε μόνο θα σε υπολογίσει για να ανοίξει σπίτι μαζί σου. Τις σαχλές και τις σουρλουλούδες για ένα βράδυ τις θέλουν. Ρώτα τον παππού σου τι καψόνια του ’καμα μέχρι να δώσουμε λόγο, κι ας τον αγαπούσα κρυφά για χρόνια!».

Η γιαγιά ήταν ανένδοτη σε θέματα ηθικής κι ας είχε εξελιχθεί η κοινωνία από την εποχή που ήταν αυτή νέα.

Αφού ξεκαθαρίσαμε λοιπόν πως δεν ήταν πρέπον για μία κοπέλα να είναι ‘πεταχτούλα΄, προχωρήσαμε στα κριτήρια επιλογής συζύγου, σαν έφτανε εκείνη η ώρα, γιατί προς το παρόν ήμουν μικρή ακόμα.

«Να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα. Σήμερα δε καταδεχόσαστε τα προξενιά, τους βρίσκετε μοναχές σας. Δεν το παρεξηγώ, κι εγώ μόνη μου τον διάλεξα τον παππού σου. Αν δεις ότι ο άντρας που θα σου δείξει η καρδιά σου έχει σοβαρό ελάττωμα, αμόλα τον όσο και να σου στοιχίσει. Ο άνθρωπος κορίτσι μου δεν αλλάζει. Αν είναι μπέκρος, χαρτόμουτρο, γυναικάς, χασικλής, βίαιος πριν το γάμο, ο ίδιος και χειρότερος θα είναι και μετά. Κι ας σου υπόσχεται ότι θ’ αλλάξει. Ο λύκος την τρίχα αλλάζει, τα χούγια δεν τ’ αλλάζει. Και μακριά από ακαμάτη και τεμπέλη!»

Η γιαγιά διατεινόταν ότι το παν είναι η ωραία ψυχή στον άντρα. Η ίδια όμως τον τσίμπησε το κούκλο τον παππού τότε!
Κατόπιν περνούσε σε συμβουλές που αφορούσαν τη σχέση εντός γάμου.

«Όταν με το καλό παντρευτείς, τον άντρα σου να μην τον αποπαίρνεις. Να του μιλάς με τον καλό το λόγο. Περισσότερες μύγες πιάνεις με το μέλι παρά με το ξύδι. Φερ’ το από δω, περ’ το από κει, αυτό που θέλεις να πετύχεις, και στο τέλος θα τον τουμπάρεις. Ο άντρας θέλει να τον κάνεις να νομίζει ότι αυτός αποφασίζει και ότι έχει τον τελευταίο λόγο. Αν πήγαινα κόντρα στον παππού σου, τίποτα δε θα ’χα καταφέρει. Ούτε τη μάνα σου θα ’χα στείλει στην Αθήνα να μάθει τέχνη, ούτε το καφενείο θα είχαμε ανοίξει, ούτε το σπίτι θα ’χαμε επισκευάσει ούτε προκοπή θα ’χαμε κάνει. Ο παππούς δεν ήταν τολμηρός. Ήθελε την ησυχία και τη βολή του».

Οι συμβουλές γύριζαν στα θέματα ηθικής ξανά.
«Να τιμήσεις το στεφάνι σου. Κοίτα μην παρασυρθείς από κάνα τζαναμπέτη! Ο σατανάς τρυπώνει και στα πιο τίμια σπίτια καμιά φορά. Του αντρός η ατιμία είναι διαφορετική. Θα τον πουν μάγκα. Τη γυναίκα όμως θα την πουν παλιοθήλυκο. Το νου σου στον άντρα σου. Μην τον ξεμυαλίσει καμία και τον χάσεις. Στο χέρι σου είναι να τον έχεις κοντά σου. Τώρα αν κάνει και καμιά κουτσουκέλα, ε, άντρας είναι θα τον συγχωρέσεις».

Εδώ μας τα χαλάς γιαγιά, σιγά μην κάτσω να φάω και κέρατο! έλεγα μέσα μου εγώ.
Ευτυχώς σε ορισμένα πράγματα ήταν ανοιχτόμυαλη.

«Η γυναίκα πρέπει να ’χει δικό της πορτοφόλι. Να στέκεται στα πόδια της. Αύριο μεθαύριο, κούφια η ώρα που τ’ ακούει, κάτι παθαίνει ο άντρας σου, να μην είσαι επί ξύλου κρεμάμενη. Μη θαρρείς ότι ο κόσμος θα σε συντρέξει για καιρό. Όχι όμως επειδή θα έχετε το δικό σας πουγκί με την πρώτη δυσκολία να διαλύεται το σπίτι σας! Τι μόδες είναι αυτές!», αναφερόμενη στα διαζύγια που άρχισαν τότε να αυξάνονται.

«Και ‘σεις οι νέες να μάθετε γράμματα, να μην είστε ξύλα απελέκητα. Έτσι δε θα χρειάζεται να κάνετε κουραστική δουλειά, όπως εμείς που δουλεύαμε ολομερής στα χωράφια. Να στρωθείς στο διάβασμα, λοιπόν, και να μην έχεις το νου σου στα σουλατσαρίσματα!»

Η γιαγιά για την εποχή της ήταν αρκετά μορφωμένη καθώς είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο, φαινόμενο αρκετά σπάνιο για κορίτσι του χωριού, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η δε οικογένειά της διέθετε αρκετούς σπουδαγμένους άντρες. Το καυχιόταν πάντα η γιαγιά για το μορφωτικό υπόβαθρό της. Σε αυτό ίσως οφειλόταν το ελεύθερο πνεύμα της και η προχωρημένη της σκέψη σε αρκετά θέματα.

«Όταν με το καλό κάνεις παιδιά να παρακαλέσεις το Θεό να στα χαρίσει και να μη στα πάρει πίσω».

Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της γιαγιάς σαν θυμήθηκε το πρώτο της αγόρι, το Γιώργο, που έχασε από τύφο όταν ήταν μικρός.

«Ήταν ολόκληρο παλικαράκι. Ο παππούς από τότε δεν ξαναέπιασε το κλαρίνο. Και τι όμορφα που έπαιζε στα πανηγύρια σαν ήμασταν νέοι! Είναι ευαίσθητοι οι άντρες, τρομάρα τους, κι ας μη το δείχνουν. Πολύ του στοίχισε τότε και του παππού».

«Στα παιδιά σου να έχεις σφικτά τα λουριά, μη σου ξεφύγουν και γίνουν αζάτικα. Όχι όμως τόσο σφιχτά που να τα πνίγεις. Μία ξυδάτη, μια λαδάτη να το πας, και αγάπη και αυστηρότητα. Να σε σέβονται χωρίς να σε φοβούνται».

Πόσο φιλοσοφημένες ήταν αλήθεια οι κουβέντες της γιαγιάς. Οι συζητήσεις αυτές γίνονταν στα τέλη της δεκαετίες το ’80. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Άλλα τόσα έχουν μείνει ίδια και απαράλλαχτα. Η κοινωνία έχει εξελιχτεί μαζί με τις αντιλήψεις. Κάποιες από τις ορμήνιες της γιαγιάς είναι παρωχημένες και άλλες διαχρονικές. Κάποιες τις απέρριψα με τη μία, άλλες τις κράτησα και άλλες μακάρι να τις είχα κρατήσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μου τις έδωσε με πολλή αγάπη. ‘Έφυγε’ λίγα χρόνια μετά, αφήνοντάς μου την ευχή της.

Μακάρι να αξιωθώ να γίνω και εγώ γιαγιά, μια γιαγιά που θα λατρεύει τα εγγόνια της και θα τα ορμηνεύει με στοργή και διακριτικότητα όπως η γιαγιά μου η Κώσταινα.

Αναστασία Λαζαράκη 
Είμαι η Αναστασία ή Τέσσα που είναι το καλλιτεχνικό μου. Κουβαλάω πάνω από μισό αιώνα στους ώμους μου (τώρα καταλαβαίνω τον Άτλαντα!) αλλά η ψυχή μου δε λέει να ενηλικιωθεί. Είμαι εργαζόμενη μαμά (δύο παιδιά-δύο κουτάβια) και λατρεύω το διάβασμα και τη μαγειρική. 
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...