Ο Λάκης Κολυβάς (Μπερδεμπές) όταν σε μεγάλη ηλικία εγκατέλειψε τους Σκάρους και έκανε τον τσοπάνο χαμηλώτερα, στο χωριό Κολυβάτα (Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή», αν δεν απατώμαι, από ένα αφιέρωμα για την Λευκάδα)
Ο Λάκης Κολυβάς (Μπερδεμπές) όταν σε μεγάλη ηλικία εγκατέλειψε τους Σκάρους και έκανε τον τσοπάνο χαμηλώτερα, στο χωριό Κολυβάτα (Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή», αν δεν απατώμαι, από ένα αφιέρωμα για την Λευκάδα)
Παράλληλες διαδρομές με πολλούς άλλους, εδώ στον τόπο μας… Αφηγητής θα μπορούσε κάλλιστα να ‘ναι ο κάθε ένας τσοπάνος της ορεινής Καρυάς. Δεν θα άλλαζαν και πολλά πράγματα, ούτε καν η «τσοπάνικη ορολογία» , μόνο τα τοπωνύμια.

======================================================
Νίκος Δ. Αγγέλης
Νίκος Δ. Αγγέλης
Πρόκειται για την ιστορία ζωής του Νικολάου Αγγέλη, ο οποίος γεννήθηκε στα Βλυζιανά, ένα ορεινό χωριό του Ξηρομέρου. που εκείνη την εποχή είχε σημαντική κτηνοτροφία. Παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας, που είχε άλλα τέσσερα παιδιά, αναγκάστηκε από νωρίς να βγει στη βιοπάλη. Από τα εφτά του χρόνια ακολούθησε τον πατέρα του στο κοπάδι με τα γίδια, κοντά στα οποία θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Ας «ακούσουμε» όμως τον ίδιο, καθώς ξετυλίγει το νήμα της ζωής του: «Είχε ανάγκη ο πατέρας μ’ για να τόνε βοηθήσω και με πήρε στα πράματα. Βοήθαγα τον πατέρα μ’ όσο μπορούσα. Γένναε η γίδα, την έπαιρνα, την πήγαινα στο μαντρί τ’ς, να τ’ς δώσω να φάει, να νε βάλω σε απόγονο για να μην κρυώνει…».
Έτσι, ενώ ήταν καλός μαθητής και αγαπούσε τα γράμματα, δυστυχώς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να γίνει τσοπάνος. «Έβγαλα την εβδόμη τάξ’ τ’ Δημοτικού» λέει. Και θυμάται τότε που έγραφε στην πλάκα με το κοντύλι… Τόχει καημό, που δεν μπόρεσε να συνεχίσει το σχολείο, να μάθει γράμματα: «θα νάχα κι εγώ τα μάτια μ’ ανοιγμένα, αλλά ας όψεται η ανάγκη!» μονολογεί με παράπονο. Εφτάχρονο παιδί ενώ η θέση του ήταν στο σχολείο, αυτός παίρνει το δρόμο για το βουνό και τη στάνη, κοντά στον πατέρα του αρχικά, όπως αναφέραμε, και μόνος στη συνέχεια, αφού ήταν ο μεγαλύτερος της οικογένειας και επωμίστηκε την ευθύνη του κοπαδιού.
Από νωρίς λοιπόν μαθαίνει να φτιάχνει μαντριά για τα γίδια του, καλύβα για τον ίδιο, να τυροκομίζει κ.ά. «Για τα μαντριά διαλέγαμε τόπο νάναι προσήλιο, νάναι απόγονο, για να μην κρυώνε τα πράματα, γιατί τότε δεν ήτανε η εξέλιξη η σημερινή. Φτιάχναμε τα μαντριά με κλαριά, να μην περάει το κρύο, με ψαθιά, με φτέρες. Μετά καταλήξαμε στα τσίγκια. Τώρα είναι όλα στεγασμένα σε τσίγκια…». Αναφέρεται, στα διάφορα είδη μαντριών, που χρησίμευαν αντίστοιχα για τα στέρφα, τα γαλάρια και τα κατσίκια. «Ο τσάρκος ήτανε που μπαίνανε τα κατσίκια μέσα και μαζευόντανε και κοιμόντανε μοναχά τ’ς. Β’ζαίνανε τ’ς μανάδες τ’ς και μετά τα χωρίζαμε και τα βάζαμε μέσα τα κατσίκια στον τσάρκο, χωριστό δωμάτιο δηλαδή».

Παλιά ο τσοπάνος ήταν αναγκασμένος να μένει και τη νύχτα στη στάνη, αφενός για να προστατεύει το κοπάδι του από διάφορους κινδύνους και αφετέρου, γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα γρήγορης μεταφοράς του στο χωριό, λόγω έλλειψης αγροτικών αυτοκινήτων. Γι’ αυτό κατασκεύαζε ένα χώρο, όπου διέμενε ο ίδιος, αλλά και η οικογένειά του πολλές φορές. Η καλύβα, όπως ονομάζονταν η τσοπάνικη κατοικία, κατασκευαζόταν από ξύλα, κλαριά, ψαθιά, φτέρες που με μαστοριά χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο τσοπάνος σε συνεργασία με άλλους. Εκεί μέσα τοποθετούσε ένα πρόχειρο νοικοκυριό και τα σύνεργα που απαιτούνταν για τις ανάγκες του. Τις κρύες νύχτες του χειμώνα στη μέση της καλύβας άναβε φωτιά για να ζεσταθεί, να πυρώσει καμιά φέτα ψωμί ή να βράσει ένα κατσαρόλι γάλα για να κάνει μια χορταστική τριψάνα.
Η ζωή του τσοπάνου ήταν πολύ δύσκολη τότε, αφού ήταν υποχρεωμένος να είναι ολημερίς κοντά στο κοπάδι του, εξαιτίας του φόβου των λύκων, αλλά και των ζωοκλεφτών της εποχής. Το καλοκαίρι τον έλιωνε το λιοπύρι και το χειμώνα το κρύο, οι βροχές και τα χιόνια: «Η πιο δύσκολη εποχή για το τσοπάνο ήτανε ο χειμώνας, πόκανε κρύα και βροχές και πάηνε όλο βρεμένος και κρυωμένος, γιατί τότε δεν ήτανε τα σημερινά μέσα, ήταν φτώχιες,..». Για να προστατευτεί από την παγωνιά και τις φοβερές νεροποντές του χειμώνα ντυνόταν με χονδρά μάλλινα ρούχα: «Ντυνόμασταν βαριά, είχα κάπα απ’ τα ίδια τα τραγόμαλλα, π’ κουρεύαμε τα γίδια. Φκιάνανε κάπες, π’ διώχν’ το νερό και δε σε πιρουνιάζει μέσα, γιατί το τραγόμαλλο, που λέμε εμείς, είναι μοναδικό, για να φεύγει το νερό. Πέφτει η σταλαματιά στην τρίχα και φεύγει. Λίγο μαλλί από πρόβατο βάναμε μέσα, να μην είναι σκέτο τραγόμαλλο… έρχονταν ειδικοί, αυτοί που περπατάγανε και ράβανε κάπες στους τσοπάνηδες. Ραφτιάδες τ’ς λέγανε…».
Ως τσοπάνος είχε πάντα μαζί του την αγκλίτσα στο χέρι και το σακκούλι στον ώμο του. Μέσα στο σακούλι έβαζε το ψωμί τυλιγμένο στο «τβαέλι» (πετσέτα), το τυρί στον τυρολόγο και ένα παγούρι με νερό. Το ψωμοτύρι ήταν η βασική διατροφή του. Επίσης κουβαλούσε και τα σύνεργά του, για να πελεκίσει κανένα ξύλο, όταν του δίνονταν η ευκαιρία. Έφτιαχνε αγκλίτσες, ρόκες, αδράχτια, κουτάλες και άλλα ξύλινα αντικείμενα.
Ο ίδιος άρμεγε τις γίδες του και η νοικοκυρά από κοντά στη στρούγκα «τις κένταγε», τις χτυπούσε δηλαδή ελαφρά με ένα ξύλο, για να περνάνε μία-μία μπροστά στο στρουγγόλιθο, που κάθονταν αυτός για να τις αρμέξει. Μετά τυροκομούσαν το γάλα. Έκαναν τυρί για να πληρώσουν τα λιβαδιάτικα, να γεμίσουν τα βαρέλια τους, να πουλήσουν και μια ποσότητα για να βγάλουν κάποια έξοδά τους.
Ήθελα να ‘μουν τσέλιγκας να ‘μουν κι ένας σκουτέρης
Να πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάση,
Να ‘χω κοπάδι πρόβατα να ‘χω κοπάδι γίδια,
Κι ένα σωρό μαντρόσκυλα, να ‘χω και βοσκοτόπια,
Το καλοκαίρι στα βουνά, και το χειμώνα στους κάμπους.
Να χω από πάλιουραν βορό και στρούγκα από ροδάμι
να ‘χω και σε ψηλή κορφή καλύβα από ρουπάκια
να ‘χω και με βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι,
να ‘χω φλογέρα να λαλώ, ν’ αντιλαλούν οι κάμποι…
Ολημερίς ακολουθώντας το κοπάδι στη βοσκή, γύρναγε τόπους και ραχούλες στα Βλυζιανά αρχικά και στο Μαχαιρά αργότερα, όταν με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε εκεί. «Βίτσι, Ξοβούνι, Βρίστιανα, Αναβρυσιές, Μοναστράκια… τάχω περπατήσει αυτά…» λέει, καθώς θυμάται τις ατέλειωτες διαδρομές του στις βουνοκορφές του Ξηρομέρου.
Στα ζώα, για να τα ακούει, αλλά και για να τα καμαρώνει με την «αρματωσιά» τους, όπως λέει χαρακτηριστικά, κρεμούσε κύπρια και κουδούνια, που κατασκεύαζαν οι κουδουνάδες, με ωραίο ήχο, τα οποία τα περνούσε σε φαρδιές λουρίδες ή σε ξύλινα στεφάνια, που έφτιαχνε ο ίδιος. Προσπαθούσε να συνδυάζει αρμονικά τους ήχους των κουδουνιών ώστε αυτή η «ζυγιά», να δίνει μια υπέροχη μουσική αρμονία, που ακόμα αντηχεί στα αυτιά του ζωντανεύοντας μνήμες από το παρελθόν… Όταν πούλησε τα κοπάδια, κράτησε τα κουδούνια και με πόνο τα κρέμασε στο υπόγειο του σπιτιού του, θέλοντας να τα βλέπει που και που, να τα βροντάει ρυθμικά και να ακούει τον «αχό» τους. Είναι τα θυμητάρια της τσοπάνικης ζωής του, τα κουδούνια, η γκλίτσα, το σακκούλι, οι λιγοστές φωτογραφίες και μαζί οι πάμπολλες αναμνήσεις… «Αύριο να με θμήσεις, να σε κατεβάσω κάτ’ στο υπόγειο, να ακούσεις «τη ζυγιά» πόχω κρεμασμένη εκεί κατ’!» λέει με συγκίνηση καθώς αφηγείται.
Στη συνέχεια αναφέρεται και στις αρρώστιες που πάθαιναν τα γίδια του και στα γιατρικά με τα οποία τις αντιμετώπιζε τότε, που δεν υπήρχαν τα εμβόλια και τα φάρμακα, όπως σήμερα. Λέει ακόμα ιστορίες για λύκους, τσακάλια, αλεπούδες και φίδια… Αναφέρεται στις μαντείες και τα μελλούμενα, που έδειχναν τα σημάδια πάνω στην πλάτη του σφαχτού όταν έψηναν. Ήξερε να «διαβάζει» την πλάτη και να ερμηνεύει τα σημάδια της, για τον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά, το κοπάδι και συνεχίζει την αφήγησή του αναφερόμενος στους νόστιμους μεζέδες που έφτιαχνε, δηλ. το κοκορέτσι, το σπληνάντερο και τα φρυγαδέλια.
Όταν ρωτιέται πόσες ώρες εργάζονταν απαντάει: «Δεν είχε ωράριο ο τσοπάνος. Δούλευε από νύχτα σε νύχτα τότε». Έφευγε από τα χαράματα και γύριζε στην καλύβα ή στο σπίτι του, νύχτα, σκοτάδι. Ούτε γιορτή, ούτε αργία υπήρχε γι’ αυτόν. Ειδικά όταν δεν είχε κάποιον να τον αντικαταστήσει. «Τα πράματα σε ήθελαν μέρα νύχτα κοντά τ’ς. Δύσκολα χρόνια παιδί μ’. Να βρέχει, να ρίχνει «τουρλάπ’» κι να λες Θεέ μ’! Να σμίγει ου ουρανός με τη γη! Τι έχει περάσ’ ετούτο το κορμί, τόσα χρόνια ξωμάχος!».
Εδώ κάνει μια παύση κι ύστερα συνεχίζει: «Τώρα δόξα τω Θεό, περνάω καλά γεράματα. Είμαι κοντά στα παιδιά μ’ και τα ‘γγόνια μ’. Έχω καλά παιδιά. Πήρα και χρυσή νύφη. Θέλω να τα ‘φήσω πίσω μ’ και να προκόβνε. Νάχνε την ευχή μ’ τα παιδιά μ’: ο Τάκης, η Μαρία, η Κική και τ’ αγγόνια μ’: η Μαρίνα, η Ρηνούλα, η Χαρούλα και ο Νικόλας μου., Έχει ιδιαίτερη αδυναμία στο μικρό εγγόνι που φέρει και το όνομα του. «Και ‘γω να φύγω για το τελευταίο ταξίδι μου, έτσ’ όπως είμαι, στα ποδαράκια μ’. Τίποτ’ άλλο δε θέλω…»
Μαρία Αγγέλη
πηγή ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ
Ενας ύμνος στη φύση του
Τάσου Χαλκιά <<Το παράπονο του τσομπάνου>>