Ο κόσμος έχει παγιδευτεί μέσα στις πόλεις και απελπισμένα ψάχνει διέξοδο απο την οικονομική κρίση . Δεν μπορεί όμως να δεί την πόρτα που οδηγεί έξω απο τον λαβύρινθο.Η πόρτα αυτή υπάρχει και δείχνει προς την ΥΠΑΙΘΡΟ.
Μας απέκοψαν απο την γή μας.
Μας φυλάκισαν στις πόλεις.
Υπήρξαν άνθρωποι σε αυτόν τον τόπο ( κάποτε ! ) που έσπαγαν το κρεμμύδι με τη γροθιά και το έτρωγαν με τα φασόλια που οι ΙΔΙΟΙ είχαν καλλιεργήσει.
Ανθρωποι που χτυπούσαν σκορδαλιά με τα ΔΙΚΑ τους σκόρδα , απο τον κήπο τους , και αλάτι που είχαν μαζέψει απο τη θάλασσα.
Άνθρωποι που έψηναν στον φούρνο τους το ΔΙΚΟ τους ψωμί απο το ΔΙΚΟ τους σιτάρι.
Πόσοι απο εμάς έχουν φάει σκορδαλιά απο ΔΙΚΑ τους σκόρδα , πρασσόπιτα απο δικά τους πράσσα και κρεμμύδια απο τον κήπο τους ;
Ίσως ο ομιλών είναι απο τους λίγους τυχερούς που το 1973 έφαγε για τελευταία φορά σκορδαλιά απο τα δικά του σκόρδα.
Μετά , δυστυχώς , ΕΠΛΟΥΤΙΣΑΜΕΝ ( με δανεικά ) !
Δείτε τους πολίτες αυτής της χώρας , την γενιά της πολυκατοικίας . Του άσπρου ψωμιού . Του σούπερ μάρκετ .
Φοβάται το σκόρδο και το κρεμμύδι . Μυρίζουν !
Φοβάται το χωράφι και παρακαλά τον βουλευτή για θεσούλα στο Δημόσιο .
Φοβάται τον ιδρώτα ! Δεν μπορεί να ζήσει δίχως κλιματιστικό και αποσμητικό !
“Οι γενναίοι γεννιούνται στην ύπαιθρο . Στις πόλεις γεννιούνται οι δειλοί” ( αυτό το είπε Χάϊνριχ Χίμλερ – διοικητής των SS – αλλά φαντάζομαι το αντιλαμβάνεστε και μόνοι σας όταν βλέπετε αυτή τη νεολαία που μεγάλωσε στην πολυκατοικία και στην καφετέρια . δεν χρειαζόταν ο Χίμλερ να σας το πεί ) ) . Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι καπιταλιστές αλλά δεν το λένε στον κόσμο . Γι’ αυτό φροντίζουν να στοιβάξουν όσο το δυνατόν περισσότερους στις πόλεις.
Η αγάπη για την πατρίδα χαλκεύεται σε μικρή ηλικία όταν δένεσαι συναισθηματικά με τα ρυάκια , τα δέντρα , τις ράχες , το χωράφι σου . Ολοι αυτοί που σήμερα πουλιούνται στο τουρκικό προξενείο ή στην αμερικάνικη πρεσβεία πού μεγάλωσαν άραγε ;
Ζούμε στην κοινωνία των “μεσαζόντων” .Για να φθάσει το φαγητό απο τα χωράφια στις πόλεις χρειάζεται κάποιος μεσάζων ( χονδρέμπορος ). Για να φθάσει ο άνεργος της πόλης σε κάποια δουλειά χρειάζεται κάποιος μεσάζων (βουλευτής ) . Ούτε κάν οι θρησκευόμενοι δεν μπορούν πια να επικοινωνήσουν με τον Θεό τους απ’ ευθείας : Και εκεί χρειάζεται ένα ιερατείο να μεσολαβήσει !
Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός οτι όλοι αυτοί οι “μεσάζοντες” ήταν και είναι πάντοτε συνεργάτες και φίλοι καρδιακοί . Δεν θέλουν να ξαναγυρίσουμε στην ύπαιθρο διότι τότε κανείς δεν θα τους χρειάζεται . Ο καθένας θα παράγει και θα καταναλώνει το φαγητό του χωρίς να χρειάζεται τη βοήθεια κανενός . Η ανεργία θα είναι στο ναδίρ ( στο χαμηλότερο σημείο ) και η αξιοπρέπεια ζενίθ .
Πάνω απο το κεφάλι μας θα έχουμε μόνο τον ήλιο , τον άνεμο και τη βροχή . Απο αυτά τα τρία μόνο θα εξαρτάται η τροφή μας . Μόνο αν δεν φυσήξει άνεμος και δεν βρέξει μια χρονιά θα πεινάσουμε .
Τώρα στις πόλεις η τροφή μας εξαρτάται ΚΑΙ απο τον ήλιο ΚΑΙ απο την βροχή αλλά ΚΑΙ απο τις τιμές του πετρελαίου ΚΑΙ απο τα κέφια του εργοδότη μας .
“ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΠΟ ΚΑΝΕΝΑΝ” . Αυτό το είπε ο Όττο Στράσσερ, αλλά υποθέτω οτι και να μην το είχε πεί, ο καθένας σας το έχει αντιληφθεί ήδη.
Φαντασθείτε οτι με τις πρόσφατες βροχές άρχισαν να φυτρώνουν τα σιτάρια στα χωράφια .
Με τον ανοιξιάτικο ήλιο θα μεγαλώσουν και θα δέσουν καρπό . Η γή μας θα βγάλει τροφή . Εμείς όμως στις πόλεις θα πεινάμε ! Γιατί ; Διότι η τροφή θα πουληθεί έξω για να πληρωθούν οι σπόροι της Μονσάντο , τα φυτοφάρμακα της Μπάγιερ και το πετρέλαιο των Αράβων ! Με έναν πρόχειρο υπολογισμό εκτιμώ ότι μόνο 4 εκατομμύρια κατοίκων της Ελλάδας τρέφονται απο την αγροτική παραγωγή μας . Οι υπόλοιποι ζούν με δανική τροφή ! Αυτή είναι η ουσία της οικονομικής κρίσης . Και κανείς δεν μας τα είπε αυτά έως τώρα .
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...
ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟ :ΑΓ.ΓΕΩΡΓΙΟΣ - ΚΑΡΥΑΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑ. 3ο Km ΚΑΡΥΑΣ -ΑΡΓΟΥΣ Τυροπωλείο: ΤΣΩΚΡΗ 2 ΑΡΓΟΣ ☎️ 2751022461 Παραδοσιακό Μπακάλικο : ΦΟΡΜΙΩΝΟΣ 129 ΑΘΉΝΑ ☎️ 21 11 16 1818 📧 kariagal09@gmail.com
Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012
Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012
Οι Αυγουστιάτικες εκδηλώσεις του Συλλόγου, τ' "Αρτεμίσια 2012"
Έληξαν οι Αυγουστιάτικες εκδηλώσεις του Συλλόγου, τ' "Αρτεμίσια 2012" και κατά γενική ομολογία σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.
Τα τοπικά μέσα μαζικής επικοινωνίας -οι εφημερίδες και η τηλεόραση- έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα και το παραδοσιακό χωριό μας και η ευρύτερη περιοχή της Καρυάς έγιναν πόλος πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
Από το Μπρακατσάκι μέχρι τη Χούνη έγιναν πολλές και με διαφορετικό περιεχόμενο εκδηλώσεις.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η Βραδιά Ζαμπέτα με την Ρεμπέτικη Κομπανία, που ακολούθησε την παρουσία του βιβλίου της Ιωάννας Κλειάσου.
Ακόμη ξεχωριστή ήταν και η εκδήλωση που έγινε στα Μποζιονελαίικα, σε συνεργασία με το Δήμο Άργους-Μυκηνών, όπου εγκαινιάστηκε το Πάρκο Προσκόπων.
Η γιορτή των ηλικιωμένων στην Αγριλίτσα και το ΑργολιδοΑρκαδικό Αντάμωμα στο Μπρακατσάκι καθιερώθηκαν πια, αγκαλιάστηκαν από τον κόσμο και έχουν εξασφαλισμένη επιτυχία.
Στ' "Αρτεμίσια 2012" εκτός από τους συγχωριανούς της περιοχής φέτος ήρθαν και πολλοί ξενιτεμένοι Καρυώτες που είναι διασκορπισμένοι στα πέρατα του κόσμου.
Ο σύντομος χαιρετισμός που απηύθυνε στον κόσμο στο πανηγύρι της Παναγίας ο νεαρός διακεκριμένος επιστήμονας Βαλάντης Γ. Βάης, έκανε όσους τον άκουσαν να ριγήσουν από συγκίνηση. Ακόμα συγκινητικά είναι και τα μηνύματα που μας ήρθαν από ξενιτεμένα αδέρφια μας .
Παραβρέθηκαν
• Ο Δήμαρχος Άργους-Μυκηνών Δημήτρης Καμπόσος
• Ο Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Κοδέλας
• Ο πρώην Υπουργός και Βουλευτής Γιάννης Μανιάτης
• Ο Αντιδήμαρχος Άργους-Μυκηνών Χρήστος Πετσέλης
• Ο Δημοτικός Σύμβουλος Σωτήρης Κωτσιοβός (που έχει παραθεριστική κατοικία στο χωριό)
• Ο Παναγιώτης Δούρος, Δημοτικός Σύμβουλος
• Ο Νίκος Δελής, Αντιπρόεδρος ΚΕΔΑΜ
• Ο Πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Καρυάς Π. Πατούρας
• Ο εκπρόσωπος του Συλλόγου Αργολιδέων Σίδνεϊ Γιώργος Βάης
• Ο Πρόεδρος του Συλλόγου Νεστάνης (ΝΟΣΤΕΑ) Νίκος Πάπας
• Ο Πρόεδρος του Συλλόγου Βρουστίου Αλέκος Τότσικας
• Ο Γιάννης Σωτηρόπουλος, Πρόεδρος Τοπικού Συμβουλίου Σχοινοχωρίου
• Ο Δήμος Παπαδόπουλος, Πρόεδρος Συλλόγου Μερκουρίου.
άρθρο από την εφημερίδα του Χωριού.
Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012
Χωριά υπάρχουν..!!!
Η φύση στην ελληνική περιφέρεια φωνάζει για τις ευκαιρίες αξιοποίησής της και επιστροφής στο χωριό - και την ανάπτυξη
Τρεις ημέρες στο «χωριό» (όπως από τα παλαιά έμεινε να αποκαλούμε τη σημερινή κωμόπολη-τόπο καταγωγής του πατέρα) αρκούν για να αντιληφθείς το πόσο στρεβλή και γι’ αυτό ευάλωτη ήταν η ελληνική ανάπτυξη. Αλλά και να διαπιστώσεις ότι αυτό το «στη ζωή δεν υπάρχουν αδιέξοδα», είναι πολύ πιο ορατό εκεί έξω.
Λαθεύει όποιος ακόμη νομίζει ότι στην περιφέρεια η οικονομική κρίση δεν είναι αισθητή.
Σε μια χώρα όπου η λέξη απασχόληση είναι, για περίπου μισό αιώνα τώρα, συνυφασμένη με την αστυφιλία και τις μεγαλουπόλεις, εύκολα καταλαβαίνεις πως με λιγότερες δουλειές στο κέντρο, λιγότερες είναι και οι επιλογές για τον ενεργό πληθυσμό της περιφέρειας.
Ωστόσο, με χαμηλότερο κόστος ζωής και με μικρές ή μεγάλες οικογενειακές ιδιοκτησίες, όντως οι περισσότεροι τα καταφέρνουν καλύτερα. Προς το παρόν.
Διότι αν δεν αλλάξει η κατεύθυνση, οι μισοί να περιμένουν να ανοίξουν οι δουλειές στην πόλη (απλώς, ξεχάστε το!) και οι άλλοι μισοί να εξαντλούν τις εκεί επαγγελματικές αναζητήσεις τους σε καφετέριες, πιτσαρίες και ψιλικατζίδικα, τότε πολύ σύντομα θα βρεθούν όλοι μαζί μπροστά στο αδιέξοδο. Ναι, αυτό που δεν υπάρχει. Αρκεί να βλέπεις αυτό που υπάρχει.
Είναι απίθανη η φύση αυτή την εποχή στην Ελλάδα. Ομορφότερη από ποτέ. Και σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί δεν την αξιοποιούμε. Και σαν παραγωγική πηγή, αλλά και σαν προορισμό αναψυχής, ευεξίας και υγείας.
Κάποιοι, που έμειναν ή γύρισαν πίσω, έχουν πιάσει το νόημα. Και πάνε μπροστά. Ουρές στα καταστήματά τους από εμάς τους «Αθηναίους», για να γεμίσουμε τα πορτ μπαγκάζ με προϊόντα τοπικά, καθαρά, εύγεστα. Ολο και μεγαλύτερες οι εξαγωγές τους στην αλλοδαπή. Γεμάτα τα καταλύματα που φροντίζουν τον επισκέπτη και είναι φτιαγμένα με σεβασμό στην αισθητική και το περιβάλλον (αλλά και στην τσέπη σου). Εκατοντάδες κόσμου καθημερινά στις ιαματικές πηγές, αν και οι περισσότερες εγκαταλελειμμένες, ή πάντως σε κατάσταση κατώτερη των εποχών – και των τάσεων.
Σε πλήρη εγκατάλειψη και υπό κατάρρευση χάσκουν στη μέση της εύφορης κοιλάδας τα εργοστάσια, που κάποτε, 30-40 χρόνια πριν, έδιναν μια διέξοδο στον τοπικό πληθυσμό. Εκλεισαν τα περισσότερα – γνωστή πια η ιστορία τους, συνδεδεμένη με τη στρεβλή ανάπτυξη, τις «φαγωμένες» επιδοτήσεις, τις συνδικαλιστικές ακρότητες. Αλλά και με την τάση εκείνης της εποχής, «να φύγουμε, να πάμε στην πόλη». Για να δουλέψουν εδώ σε άλλο εργοστάσιο, με αθλιότερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης και σήμερα να στέκονται στην ουρά για μια πενιχρή σύνταξη ή ένα εξευτελιστικό επίδομα… Το Χωριό όμως είναι εκεί. Δεν αναπνέει στο σύνολό του, αλλά δεν ασφυκτιά όπως και όσο η πόλη. Το σπίτι είναι εκεί (και έχει και… Internet!). Η Γη και η Φύση είναι εκεί. Γεμάτες από επιλογές. Ορθές, λογικές, αναπτυξιακές. Και μερικά δισεκατομμύρια ευρώ των ΕΣΠΑ να περιμένουν προτάσεις, ιδέες και εφαρμογές για να ξαναζήσει η περιφέρεια, η χώρα. Δεν θα περιμένουν για πολύ, δυο χρόνια ακόμη. Τα έχουμε; «Αυτό το Πάσχα διαπίστωσα πως είμαστε λαός με μοναδικές και μαγικές ικανότητες. Μόνο εμείς μπορούσαμε να χρεοκοπήσουμε αυτή την πανέμορφη χώρα», έγραψε τη Δευτέρα στο twitter o Πιτσιρίκος (@pitsirikos). Να μου επιτρέψει, μαζί με την αντιγραφή, και μια παραλλαγή: εμείς χρεοκοπήσαμε. Η χώρα όχι. Προτού, λοιπόν, τα μαζέψουμε για το εξωτερικό, μήπως να δούμε λίγο σοβαρά το εσωτερικό;
φωτογραφίες από ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΆ ΚΑΡΥΆΣ
αρθρο απο Σοφιανός Στέλιος για το ΒΗΜΑ
Τρεις ημέρες στο «χωριό» (όπως από τα παλαιά έμεινε να αποκαλούμε τη σημερινή κωμόπολη-τόπο καταγωγής του πατέρα) αρκούν για να αντιληφθείς το πόσο στρεβλή και γι’ αυτό ευάλωτη ήταν η ελληνική ανάπτυξη. Αλλά και να διαπιστώσεις ότι αυτό το «στη ζωή δεν υπάρχουν αδιέξοδα», είναι πολύ πιο ορατό εκεί έξω.
Λαθεύει όποιος ακόμη νομίζει ότι στην περιφέρεια η οικονομική κρίση δεν είναι αισθητή.
Σε μια χώρα όπου η λέξη απασχόληση είναι, για περίπου μισό αιώνα τώρα, συνυφασμένη με την αστυφιλία και τις μεγαλουπόλεις, εύκολα καταλαβαίνεις πως με λιγότερες δουλειές στο κέντρο, λιγότερες είναι και οι επιλογές για τον ενεργό πληθυσμό της περιφέρειας.
Ωστόσο, με χαμηλότερο κόστος ζωής και με μικρές ή μεγάλες οικογενειακές ιδιοκτησίες, όντως οι περισσότεροι τα καταφέρνουν καλύτερα. Προς το παρόν.
Διότι αν δεν αλλάξει η κατεύθυνση, οι μισοί να περιμένουν να ανοίξουν οι δουλειές στην πόλη (απλώς, ξεχάστε το!) και οι άλλοι μισοί να εξαντλούν τις εκεί επαγγελματικές αναζητήσεις τους σε καφετέριες, πιτσαρίες και ψιλικατζίδικα, τότε πολύ σύντομα θα βρεθούν όλοι μαζί μπροστά στο αδιέξοδο. Ναι, αυτό που δεν υπάρχει. Αρκεί να βλέπεις αυτό που υπάρχει.
Είναι απίθανη η φύση αυτή την εποχή στην Ελλάδα. Ομορφότερη από ποτέ. Και σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί δεν την αξιοποιούμε. Και σαν παραγωγική πηγή, αλλά και σαν προορισμό αναψυχής, ευεξίας και υγείας.
Κάποιοι, που έμειναν ή γύρισαν πίσω, έχουν πιάσει το νόημα. Και πάνε μπροστά. Ουρές στα καταστήματά τους από εμάς τους «Αθηναίους», για να γεμίσουμε τα πορτ μπαγκάζ με προϊόντα τοπικά, καθαρά, εύγεστα. Ολο και μεγαλύτερες οι εξαγωγές τους στην αλλοδαπή. Γεμάτα τα καταλύματα που φροντίζουν τον επισκέπτη και είναι φτιαγμένα με σεβασμό στην αισθητική και το περιβάλλον (αλλά και στην τσέπη σου). Εκατοντάδες κόσμου καθημερινά στις ιαματικές πηγές, αν και οι περισσότερες εγκαταλελειμμένες, ή πάντως σε κατάσταση κατώτερη των εποχών – και των τάσεων.
Σε πλήρη εγκατάλειψη και υπό κατάρρευση χάσκουν στη μέση της εύφορης κοιλάδας τα εργοστάσια, που κάποτε, 30-40 χρόνια πριν, έδιναν μια διέξοδο στον τοπικό πληθυσμό. Εκλεισαν τα περισσότερα – γνωστή πια η ιστορία τους, συνδεδεμένη με τη στρεβλή ανάπτυξη, τις «φαγωμένες» επιδοτήσεις, τις συνδικαλιστικές ακρότητες. Αλλά και με την τάση εκείνης της εποχής, «να φύγουμε, να πάμε στην πόλη». Για να δουλέψουν εδώ σε άλλο εργοστάσιο, με αθλιότερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης και σήμερα να στέκονται στην ουρά για μια πενιχρή σύνταξη ή ένα εξευτελιστικό επίδομα… Το Χωριό όμως είναι εκεί. Δεν αναπνέει στο σύνολό του, αλλά δεν ασφυκτιά όπως και όσο η πόλη. Το σπίτι είναι εκεί (και έχει και… Internet!). Η Γη και η Φύση είναι εκεί. Γεμάτες από επιλογές. Ορθές, λογικές, αναπτυξιακές. Και μερικά δισεκατομμύρια ευρώ των ΕΣΠΑ να περιμένουν προτάσεις, ιδέες και εφαρμογές για να ξαναζήσει η περιφέρεια, η χώρα. Δεν θα περιμένουν για πολύ, δυο χρόνια ακόμη. Τα έχουμε; «Αυτό το Πάσχα διαπίστωσα πως είμαστε λαός με μοναδικές και μαγικές ικανότητες. Μόνο εμείς μπορούσαμε να χρεοκοπήσουμε αυτή την πανέμορφη χώρα», έγραψε τη Δευτέρα στο twitter o Πιτσιρίκος (@pitsirikos). Να μου επιτρέψει, μαζί με την αντιγραφή, και μια παραλλαγή: εμείς χρεοκοπήσαμε. Η χώρα όχι. Προτού, λοιπόν, τα μαζέψουμε για το εξωτερικό, μήπως να δούμε λίγο σοβαρά το εσωτερικό;
φωτογραφίες από ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΆ ΚΑΡΥΆΣ
αρθρο απο Σοφιανός Στέλιος για το ΒΗΜΑ
Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012
ΓΙΑΟΥΡΤΙ ΕΧΩ ΠΡΟΒΕΙΟ ΓΙΑΟΥΡΤΙ ΑΙΩΝΟΒΙΟ
ΓΙΑΟΥΡΤΑΑΑΑΑΣ !!
Γιαουρτάς με 5 άλφα αλλά και γιαουρτζής γι’αυτούς που τον γνώρισαν στη Β. Ελλάδα να πουλάει ολόπαχο γιαούρτι και δροσιστικό ξινόγαλο.
Μετέφερε το γιαούρτι σε μεγάλα πήλινα ή μεταλλικά δοχεία, τις λεγόμενες τσανάκες και το πούλαγε χύμα με την οκά.
Τις τσανάκες κουβάλαγε στους ώμους του με ενα κοντάρι που απο τη μιά και την άλλη του άκρη κρέμονταν δυο ταμπλάδες ή κοφίνια. Αργότερα οι μεγάλες τσανάκες αντικαταστάθηκαν απο τα τσανάκια της μισής οκάς τα οποία απάλλαξαν τον γιαουρτά απο το καντάρι και το συνεχές ζύγισμα. Τα τσανάκια επιστρέφονταν για να επαναχρησιμοποιηθούν αφού πρώτα πλενόντουσαν.
Αλλος τρόπος μεταφοράς και προβολής του προϊόντος ήταν η μόστρα , δηλαδή ένα κουτί σαν ντουλάπι με ραφάκια στα οποία έβαζε τα γιαούρτια.
Αυτή είναι η κλασική φιγούρα τού γιαουρτά της ανατολής και της προπολεμικής Ελλάδας.
Αλλοι πάλι μετέφεραν το γάλα και το γιαούρτι με τον γαϊδαρο ή με τη σούστα. Στη συνέχεια εμφανίστηκε το τρίκυκλο ποδήλατο που στο μπροστινό μέρος είχε ένα ντουλάπι με ράφια για τους κεσέδες. Γρήγορα το ποδήλατο απέκτησε μηχανή.
Ο γιαουρτάς, τις περισότερες φορές, είναι το ίδιο πρόσωπο με το γαλατά. Αργά το βράδυ ή πολύ πρωϊ πούλαγε το γάλα, μετά έφτιαχνε το γιαούρτι, που χρειαζόταν 3-4 ώρες να πήξει και μετά έβγαινε πάλι στή γύρα αργά το απόγευμα για να το διαθέσει. Ο λόγος πού έβγαινε τέτοια ώρα ήταν για να προστατεύσει το προϊόν του απο τις μύγες και το ξύνισμα τους θερμούς μήνες αλλά και γιατί το γιαούρτι στην Ελλάδα ήταν και είναι κατ’ εξοχήν βραδινή τροφή.
Το γάλα βραζόταν σε μεγάλα καζάνια για να αποστειρωθεί. Για το βράσιμο χρησιμοποιούσαν στην αρχή ξύλα και μετά γκάζι και το ανάδευαν συνέχεια για να μην αρπάξει, το λεγόμενο τσίκνισμα. Στη συνέχεια κρύωνε, το περνούσαν στους κεσέδες ή στα πήλινα και στην κατάλληλη θερμοκρασία βάζανε, στον κάθε κεσέ, τη μαγιά δηλαδή γιαούρτι της προηγούμενης ημέρας αραιωμένο με νερό. Μετά από 3-4 ώρες παραμονής σε θερμό χώρο το γάλα είχε μετατραπεί σε γιαούρτι έτοιμο για διανομή.
Στη δεκαετία του 70 πολλά εργαστήρια εκσυγχρονίζονται τεχνολογικά, προς μεγάλη ανακούφιση του γιαουρτά, ο οποίος, πιό άνετα πιά, παρασκευάζει το γιαούρτι, αυξάνει την παραγωγή του και βελτιώνει την ποιότητα.
Μετά τον πόλεμο η πήλινη και βαριά τσανάκα αντικαθίσταται από τον πλαστικό κεσέ. Δεν εξαφανίζεται όμως, αλλά για λόγους πρακτικούς (θέμα βάρους) διατίθεται στον τόπο παραγωγής.
Δεν είναι ακόμα μιας χρήσης αλλά επιστρέφεται και επαναχρησιμοποιείται.
Σαν δοχείο, όχι βέβαια τόσο διαδεδομένο όπως ο κεσσές και η τσανάκα, έχει χρησιμοποιηθεί και η βιδορίτσα, ξύλινο δοχείο από κέδρο, το οποίο έδινε μιά ιδιαίτερη γεύση στο γιαούρτι.
Η βιδορίτσα ήταν σκεύος προσωπικό του πελάτη και το έδινε αυτός στον γιαουρτά για να πήξει το γιαούρτι μέσα.
Η φωνή τού γιαουρτά ξεσήκώνε τη γειτονιά. Οι κυράδες έβγαιναν, με τα πιάτα στο χέριύ να προλάβουν το γιαούρτι, αλλά και όχι μόνο.
Είναι στιγμή κοινωνικής συνεύρεσης. Αν δε ο γιαουρτάς ήταν και νόστιμος σαν το γιαούρτι το ενδιαφέρον μεγάλωνε. Σχόλια , χωρατά και χαβαλές είναι στο πρόγραμμα. «Ο νιός θέλει χωριάτικο ,ο γέρος το μπαγιάτικο. Η μιά θέλει φρεσκότατο, η χήρα νοστιμότατο κι’ζωντοχήρα που πονά λαχτάρα έχει στα ξινά κι’λεύτερες ορθά κοφτά αντί γιαούρτι γιαουρτά!!», λέει το τραγούδι.
Στη διάδοση τού γιαουρτιού σημαντικό ρόλο παίξανε οι πρόσφυγες απο τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, οι οποίοι εκτός από τη συνήθεια της κατανάλωσης κουβάλησαν μαζί τους και συνταγές. «Γιαούρτι Σιλιβριανό» φωνάζει ο γιαουρτάς για να παινέψει το γιαούρτι του.
Ετσι πανελλαδικά έγινε γνωστό το Σιλιβριανό γιαούρτι που φτιάχνανε στη Σιλιβρία της Α.Θράκης και προμήθευαν όλη την Κωνσταντινούπολη.
Το γιαούρτι υπήρξε γιά πολλά χρόνια η τροφή των φτωχών.
Τροφή πλήρης και προσιτό στην τιμή το γιαούρτι συνοδευόταν με ψωμί κρατόντας στη ζωή τη φτωχολογιά. Δεν είναι τυχαίο οτι από τους γιαουρτάδες της Αθήνας οι περισσότεροι ξεκίνησαν απο τον Πειραιά όπου το γιαούρτι είχε τη μεγαλύτερη ζήτηση.
Προέρχονταν δε απο χωριά της Ρούμελης, ενώ οι γιαουρτάδες της Β. Ελλάδας ήταν συνήθως απο τη Μικρά Ασία.
Τα χρόνια σιγά-σιγά πέρασαν και ο πλανόδιος γιαουρτάς απέκτησε επαγγελματική στέγη.
Αλλοι άνοιξαν πρατήριο και άλλοι γαλακτοπωλείο.
Το πρατήριο συνήθως ήταν το προς τον δρόμο μέρος του σπιτιού του γιαουρτά, το δε εργαστήριο κάποιος άλλος χώρος του σπιτιού του πάλι. Το μοντέλο αυτό υπάρχει μέχρι καί σήμερα.
Ο χώρος του πρατήριου δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος, και καταλαμβάνεται απο ψυγεία επαγγελματικά με βιτρίνα όπου τα γιαούρτια στον κεσέ μοστράρουν χωρίς καπάκι, για να εξατμίζεται το νερό και το γιαούρτι να γίνεται πηχτό και με ωραίο καϊμάκι, ενώ τα πήλινα, τα οποία γίνονται πιό πηχτά, σκεπάζονται συνήθως με λαδόκολλα για να μην χάσουν άλλα υγρά.
Εκτος απο το γιαούρτι που είναι το κύριο προϊον, το πρατήριο διαθέτει γάλα, βούτυρο,τυρί μυτζήθρα, κρέμες και ρυζόγαλα.
Το γαλακτοπολείο είναι πιά κατάστημα, ξέχωρο από το σπίτι του γιαουρτά. Σερβίρει στους θαμώνες του γάλα, γιαούρτι, κρέμες, ρυζόγαλα και γαλακτομπούρεκο. Ειναι χώρος λιτός με απλά έπιπλα, συνήθως τραπεζάκια με μάρμαρο και διακόσμηση βουκολική που παραπέμπει στη πηγή προέλευσης των αγαθών .Δεν διαθέτει μουσική ή άλλες οπτικοακουστικές συσκευές διότι οι πελάτες δεν κάθονται πολλή ώρα στο κατάστημα παρά μόνο για να απολαύσουν ένα απο τα παραπάνω προϊόντα και να συνεχίσουν το δρόμο τους.
Γιαουρτάς με 5 άλφα αλλά και γιαουρτζής γι’αυτούς που τον γνώρισαν στη Β. Ελλάδα να πουλάει ολόπαχο γιαούρτι και δροσιστικό ξινόγαλο.
Μετέφερε το γιαούρτι σε μεγάλα πήλινα ή μεταλλικά δοχεία, τις λεγόμενες τσανάκες και το πούλαγε χύμα με την οκά.
Τις τσανάκες κουβάλαγε στους ώμους του με ενα κοντάρι που απο τη μιά και την άλλη του άκρη κρέμονταν δυο ταμπλάδες ή κοφίνια. Αργότερα οι μεγάλες τσανάκες αντικαταστάθηκαν απο τα τσανάκια της μισής οκάς τα οποία απάλλαξαν τον γιαουρτά απο το καντάρι και το συνεχές ζύγισμα. Τα τσανάκια επιστρέφονταν για να επαναχρησιμοποιηθούν αφού πρώτα πλενόντουσαν.
Αλλος τρόπος μεταφοράς και προβολής του προϊόντος ήταν η μόστρα , δηλαδή ένα κουτί σαν ντουλάπι με ραφάκια στα οποία έβαζε τα γιαούρτια.
Αυτή είναι η κλασική φιγούρα τού γιαουρτά της ανατολής και της προπολεμικής Ελλάδας.
Αλλοι πάλι μετέφεραν το γάλα και το γιαούρτι με τον γαϊδαρο ή με τη σούστα. Στη συνέχεια εμφανίστηκε το τρίκυκλο ποδήλατο που στο μπροστινό μέρος είχε ένα ντουλάπι με ράφια για τους κεσέδες. Γρήγορα το ποδήλατο απέκτησε μηχανή.
Ο γιαουρτάς, τις περισότερες φορές, είναι το ίδιο πρόσωπο με το γαλατά. Αργά το βράδυ ή πολύ πρωϊ πούλαγε το γάλα, μετά έφτιαχνε το γιαούρτι, που χρειαζόταν 3-4 ώρες να πήξει και μετά έβγαινε πάλι στή γύρα αργά το απόγευμα για να το διαθέσει. Ο λόγος πού έβγαινε τέτοια ώρα ήταν για να προστατεύσει το προϊόν του απο τις μύγες και το ξύνισμα τους θερμούς μήνες αλλά και γιατί το γιαούρτι στην Ελλάδα ήταν και είναι κατ’ εξοχήν βραδινή τροφή.
Το γάλα βραζόταν σε μεγάλα καζάνια για να αποστειρωθεί. Για το βράσιμο χρησιμοποιούσαν στην αρχή ξύλα και μετά γκάζι και το ανάδευαν συνέχεια για να μην αρπάξει, το λεγόμενο τσίκνισμα. Στη συνέχεια κρύωνε, το περνούσαν στους κεσέδες ή στα πήλινα και στην κατάλληλη θερμοκρασία βάζανε, στον κάθε κεσέ, τη μαγιά δηλαδή γιαούρτι της προηγούμενης ημέρας αραιωμένο με νερό. Μετά από 3-4 ώρες παραμονής σε θερμό χώρο το γάλα είχε μετατραπεί σε γιαούρτι έτοιμο για διανομή.
Στη δεκαετία του 70 πολλά εργαστήρια εκσυγχρονίζονται τεχνολογικά, προς μεγάλη ανακούφιση του γιαουρτά, ο οποίος, πιό άνετα πιά, παρασκευάζει το γιαούρτι, αυξάνει την παραγωγή του και βελτιώνει την ποιότητα.
Μετά τον πόλεμο η πήλινη και βαριά τσανάκα αντικαθίσταται από τον πλαστικό κεσέ. Δεν εξαφανίζεται όμως, αλλά για λόγους πρακτικούς (θέμα βάρους) διατίθεται στον τόπο παραγωγής.
Δεν είναι ακόμα μιας χρήσης αλλά επιστρέφεται και επαναχρησιμοποιείται.
Σαν δοχείο, όχι βέβαια τόσο διαδεδομένο όπως ο κεσσές και η τσανάκα, έχει χρησιμοποιηθεί και η βιδορίτσα, ξύλινο δοχείο από κέδρο, το οποίο έδινε μιά ιδιαίτερη γεύση στο γιαούρτι.
Η βιδορίτσα ήταν σκεύος προσωπικό του πελάτη και το έδινε αυτός στον γιαουρτά για να πήξει το γιαούρτι μέσα.
Η φωνή τού γιαουρτά ξεσήκώνε τη γειτονιά. Οι κυράδες έβγαιναν, με τα πιάτα στο χέριύ να προλάβουν το γιαούρτι, αλλά και όχι μόνο.
Είναι στιγμή κοινωνικής συνεύρεσης. Αν δε ο γιαουρτάς ήταν και νόστιμος σαν το γιαούρτι το ενδιαφέρον μεγάλωνε. Σχόλια , χωρατά και χαβαλές είναι στο πρόγραμμα. «Ο νιός θέλει χωριάτικο ,ο γέρος το μπαγιάτικο. Η μιά θέλει φρεσκότατο, η χήρα νοστιμότατο κι’ζωντοχήρα που πονά λαχτάρα έχει στα ξινά κι’λεύτερες ορθά κοφτά αντί γιαούρτι γιαουρτά!!», λέει το τραγούδι.
Στη διάδοση τού γιαουρτιού σημαντικό ρόλο παίξανε οι πρόσφυγες απο τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, οι οποίοι εκτός από τη συνήθεια της κατανάλωσης κουβάλησαν μαζί τους και συνταγές. «Γιαούρτι Σιλιβριανό» φωνάζει ο γιαουρτάς για να παινέψει το γιαούρτι του.
Ετσι πανελλαδικά έγινε γνωστό το Σιλιβριανό γιαούρτι που φτιάχνανε στη Σιλιβρία της Α.Θράκης και προμήθευαν όλη την Κωνσταντινούπολη.
Το γιαούρτι υπήρξε γιά πολλά χρόνια η τροφή των φτωχών.
Τροφή πλήρης και προσιτό στην τιμή το γιαούρτι συνοδευόταν με ψωμί κρατόντας στη ζωή τη φτωχολογιά. Δεν είναι τυχαίο οτι από τους γιαουρτάδες της Αθήνας οι περισσότεροι ξεκίνησαν απο τον Πειραιά όπου το γιαούρτι είχε τη μεγαλύτερη ζήτηση.
Προέρχονταν δε απο χωριά της Ρούμελης, ενώ οι γιαουρτάδες της Β. Ελλάδας ήταν συνήθως απο τη Μικρά Ασία.
Τα χρόνια σιγά-σιγά πέρασαν και ο πλανόδιος γιαουρτάς απέκτησε επαγγελματική στέγη.
Αλλοι άνοιξαν πρατήριο και άλλοι γαλακτοπωλείο.
Το πρατήριο συνήθως ήταν το προς τον δρόμο μέρος του σπιτιού του γιαουρτά, το δε εργαστήριο κάποιος άλλος χώρος του σπιτιού του πάλι. Το μοντέλο αυτό υπάρχει μέχρι καί σήμερα.
Ο χώρος του πρατήριου δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος, και καταλαμβάνεται απο ψυγεία επαγγελματικά με βιτρίνα όπου τα γιαούρτια στον κεσέ μοστράρουν χωρίς καπάκι, για να εξατμίζεται το νερό και το γιαούρτι να γίνεται πηχτό και με ωραίο καϊμάκι, ενώ τα πήλινα, τα οποία γίνονται πιό πηχτά, σκεπάζονται συνήθως με λαδόκολλα για να μην χάσουν άλλα υγρά.
Εκτος απο το γιαούρτι που είναι το κύριο προϊον, το πρατήριο διαθέτει γάλα, βούτυρο,τυρί μυτζήθρα, κρέμες και ρυζόγαλα.
Το γαλακτοπολείο είναι πιά κατάστημα, ξέχωρο από το σπίτι του γιαουρτά. Σερβίρει στους θαμώνες του γάλα, γιαούρτι, κρέμες, ρυζόγαλα και γαλακτομπούρεκο. Ειναι χώρος λιτός με απλά έπιπλα, συνήθως τραπεζάκια με μάρμαρο και διακόσμηση βουκολική που παραπέμπει στη πηγή προέλευσης των αγαθών .Δεν διαθέτει μουσική ή άλλες οπτικοακουστικές συσκευές διότι οι πελάτες δεν κάθονται πολλή ώρα στο κατάστημα παρά μόνο για να απολαύσουν ένα απο τα παραπάνω προϊόντα και να συνεχίσουν το δρόμο τους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)