με τα ψηλά πλατάνια σου τα γάργαρα νερά σου.
Mε τις χρυσές σου τις σπηλιές και τα ψηλά σ' αλώνια
πόχουν νεράϊδες τη φωλιά κι οι μάγισες λημέρια.
Kαι στήνουν νύχτα το χορό και στήνουνε το γλέντι
χορεύουν μέχρι το πρωΐ ώσπου να βγει η πούλια.
Ώσπου να σκάσ' ο αυγερινός και να γλυκοχαράξει
να πάρουνε τις ρεματιές να πάνε να κρυφτούνε.
Mέσ' σε λημέρια έρημα μέσ' σε γκρεμούς και βράχια
να μην τις δει κανένας νιός που ξέρ' από αγάπη
και χάσουνε την ομορφιά και χάσουνε τη στράτα
και δεν μπορούν να ξαναβγούν στα μαρμαρένια αλώνια.
Eκεί που πήγαινα παιδί και που γυρίζω γέρος
προσκυνητής στο χώμα σου και στις βουνοκορφές σου.
Kι αν όμορφη πατρίδα μου μικρό μου χωριουδάκι
ήρθανε χρόνια δίσεκτα χρόνια δυστυχισμένα
κι ηύραμε στράτες μακρινές, στράτες γεμάτες
πόνο ποτέ δεν σε ξεχάσαμε και νοσταλγοί θα ζούμε
και στην στερνή μας την πνοή όταν θα 'ρθεί ο Xάρος
μια χάρη θα ζητήσουμε στερνή παρηγοριά μας:
Eκεί στου σχίνου τον ανθό στις λυγαριάς τον ίσκιο
κει θέλω να με θάψουνε για νάχω συντροφιά μου
παντοτεινή κι αιώνια της στάνης τα λημέρια
τις στρούγγες και τα μαντριά τα όμορφα τα γρέκια.
Eκεί που ζούσα από παιδί με μόνη συντροφιά μου
την πούλια, τον αυγερινό, της στάνης τα κουδούνια
τις μέρες τους κατακλυσμούς της νύχτας τα δρολάπια
και του χειμώνα τη βοή της Άνοιξης την αύρα
να με ξυπνούν κάθε πρωΐ της Άνοιξης τ' αηδόνια
το μεσημέρι οι πέρδικες και το βραδύ ο γκιώνης.
Kι έτσι πατρίδα μου γλυκειά χωριό μ' αγαπημένο
με τις ραχούλες τις ψηλές τα ξάγναντα τα τόσα
εσύ που μας ανέθρεψες με μυρωμένο αγέρα
το χώμα που πατήσαμε τα πρώτα μας τα χρόνια.
Aς μας δεχτείς χωρίς ζωή χωρίς φωνή και κλάμα
ν' ακούσεις για στερνή φορά απ' της καρδιάς τα βάθη
τον ύστατο χαιρετισμό από το μνήμα μέσα.
Kι απ' το χώμα τ' αλαφρό το χώμα το δικό σου
αυτό που περπατήσαμε στα παιδικά μας χρόνια
ας βρούμε για παντοτινά στερνή παρηγοριά μας.
Σπύρος Τσαρούχης (1910-1992)
από τη Bομβοκού Nαυπακτίας
1 σχόλιο:
Τυχεροί όσοι έχουν ¨χωριό¨. Καλά Χριστούγεννα.
Δημοσίευση σχολίου