Μαθήματα εθνικής οικονομίας από το χωριό!
Ένα βαγένι κρασί = 1 δραχμή!!!
Βιώνουμε όλοι τη δραματική οικονομική κατάσταση που έχει περιέλθει η πατρίδα μας. Τα συναισθήματα ίδια θαρρώ για κάθε απλό πολίτη, θλίψη, ντροπή, οργή καθώς γνωρίζουμε ότι όλα αυτά είναι αποτέλεσμα κακοδιαχείρισης, κατασπατάλησης δημόσιου πλούτου, ,ανικανότητας και πιο πολύ άκρατης ιδιοτέλειας εκ μέρους όλων των κυβερνήσεων και διοικούντων αυτής της χώρας εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, πλην μερικών εξαιρέσεων. Ένας τόπος για να προοδεύσει δε χρειάζεται να έχει μεγάλο οικονομικό πλούτο, αλλά σωστή διαχείριση και κατανομή αυτού.
Απόδειξη τρανή η παρακάτω ευτράπελη μικρή ιστορία μας, αληθινή πέρα ως πέρα που συνέβη τη δεκαετία του εξήντα στο μικρό χωριό μας.
Κάποιο βραδάκι μαζεμένοι αρκετοί χωριανοί στο μικρό μαγαζάκι του Μανώλη του Μπάρκα,(Μανωλάκα) κατάκοποι από τις χειρωνακτικές εργασίες της ημέρας έπιναν το κρασάκι τους και συζητούσαν τα προβλήματά τους. Αυτό το σκηνικό το έβλεπες κάθε βράδυ στο χωριό μας, κάθε γειτονιά είχε και το δικό της κρασομάγαζο που πουλούσε ακόμη και λίγα είδη μπακαλικής. Εκεί που είχε ανάψει το κέφι και τα πειράγματα πετάχτηκε ο Μήτσος ο Παναγιωτόπουλος (Μαïντρίνης), άνθρωπος καλοκάγαθος, καλαμπουρτζής του άρεσε να σκαρώνει πλάκες στους συγχωριανούς του μαζί με το Μανώλη τον Μπάρκα, ‘έκοβε ο ένας, έραβε ο άλλος’.
-Ρε σεις ξέρετε πόσο αξίζει ένα τετρακοσάρι βαρέλι γεμάτο κρασί;(εννοούσε τετρακόσιες μπότσες.)Η μπότσα είναι μονάδα μέτρησης του μούστου, μικρός μεταλλικός κάδος που χωράει δύο οκάδες, η μία οκά ίση με 1280 γραμμάρια του κιλού, δηλαδή μιλάμε για πάνω από χίλια κιλά κρασί.
Σταμάτησαν όλοι και τον κοιτούσανε με απορία αλλά κανείς δεν τολμούσε να ορίσει κάποια τιμή. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας, μονό τα μεταλλικά κατρούτσα άκουγες και το κρασί που έπεφτε στα ποτήρια. Κάποιος δεν άντεξε, σηκώθηκε ορθός, σήκωσε και το ποτήρι ψηλά:
-Στην υγειά σας μωρέ και στις σοφιστείες σας, γιατί εγώ λέω ό,τι τα κόπια μου δεν πληρώνονται με χρήμα! Μερικοί τον επικρότησαν μα οι περισσότεροι περίμεναν ν’ ακούσουν το μεγάλο ‘μυστικό’ από τον μύστη αλχημιστή.
-Μωρέ μια κούπα άμα την πλερώσεις πενήντα λεπτά ή είκοσι δραχμές θα αλλάξει γεύση; -Όχι!
-Επομένως αξίζει όσο την πλερώσεις!!! Ο ένας άρχισε να κοιτάζει τον άλλο με απορία, τούτος ο γρίφος
πολύ μπερδεμένος δεν μπορούσαν να καταλάβουν που πάει η δουλειά. Και τότε έσκασε η βόμβα!
-Ένα βαρέλι κρασί αξίζει μωρέ με το αζημείωτο κιόλας, μία δραχμή!!!. Ούτε κεραυνός να τους χτύπαγε δεν θα πετάγονταν έτσι από τις καρέκλες τους. Μερικοί κρατούσαν την κοιλιά τους από τα πολλά γέλια νόμισαν ότι αστειεύεται. Μόνο ο Μανώλης ο Μπάρκας τον κοίταξε με νόημα.
– Με το συμπάθιο μπάρμπα Μήτσιο τι θα πλερώσεις με μια δραχμή, αφού μια δραχμή κοστίζουν δύο κούπες; ρώτησε ο νεαρότερος της παρέας.
-Όχι και μια δραχμή, μη μας περνάς και τόσο κουτούς μπάρμπα Μήτσο, εκτός αν το βαρέλι το δικό σου το έχεις γεμίσει νερό! τον πείραξε ένας τρίτος.
Τότε θόλωσε τα νερά ο παμπόνηρος Μανωλάκας, άσσος σε κάτι τέτοια, μυημένος στο κόλπο που είχαν στήσει με τον Μαïντρίνη, περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να επέμβει.
-Έχει δίκιο ο Μήτσιος ρε παλικαράδες! Τώρα που το σκέφτομαι πράγματι έτσι είναι. Δύο βαρέλια κρασί δύο δραχμές και προσέξτε όχι ‘γλυκάδια’ και ξεπλύματα αλλά ρετσίνα πρώτης ποιότητας και αυτό το εγγυώμαι εγώ! Στο μικρομάγαζο η ατμόσφαιρα άρχιζε να ηλεκτρίζεται, άλλοι γελούσαν και άλλοι οι πιο πονηροί ρωτούσαν που πουλάνε τόσο φθηνό και καλό κρασί να αγοράσουν κι αυτοί. Ο Μπάρμπα Μήτσιος και ο Μανώλης ο Μπάρκας σιωπούσαν, έκαναν αυτό που ήθελαν, τους αναστάτωσαν. Τώρα περίμεναν την περιέργεια να κάνει τη δουλειά της. Σε λίγο θα ζητάνε αποδείξεις των όσων υποστηρίζουν οι δύο ‘τρελλοί’ της παρέας. Πράγματι σε λίγο κι όσο αυτοί σιωπούσαν χαμογελώντας με νόημα, άρχισαν να πέφτουν βροχή οι προσφορές:
-Εγώ βάζω ένα λαγό κέρασμα άμα γίνεται αυτό, άλλος έβαλε έναν κόκορα, ο πιο θαρραλέος έβαλε μισό αρνί. Ο λόγος αυτών των φτωχών ανθρώπων στη μικρή κοινωνία που ζούσαν ήταν συμβόλαιο αδιαπραγμάτευτο. Το είπες; Τέλος! Το έκανες κιόλας! Αφού μαζεύτηκαν αρκετά καλούδια μέχρι και ρέγκες σαρδέλες και κονσέρβες, όρισαν έναν υπεύθυνο για την εκτέλεση των συμφωνηθέντων και καρτερούσαν να δούνε από πού οι ευλογημένοι θα έπαιρναν τόσο κρασί με δύο μόνο δραχμές!
Κι όμως.. Έχουν γνώση οι φύλακες…Ξέχασα να αναφέρω πως και ο Μήτσος ο Μαïντρίνης διατηρούσε στο υπόγειο του σπιτιού του κρασοπωλείο και μικρομπακάλικο. Έτσι λοιπόν την άλλη ημέρα των συμφωνηθέντων, πρώτος ο μπάρμπα Μήτσος στου Μανώλη του Μπάρκα το μαγαζί.
-Καλημέρα Μανώλη, πιάσε δύο κούπες, εγώ το κρασί εσύ το μεζέ. Ήπιαν από δύο κούπες ο καθένας φάγανε και δυο σαρδέλες αφού τίναξαν λίγο το αλάτι.
-Τι σου χρωστάω Μανώλη να σε πλερώσω με το αζημείωτο. -Δύο δραχμές Μήτσιο φύγε κι έρχομαι κι εγώ. Μετά από λίγο το ίδιο σκηνικό.-Γεια σου Μήτσο, πιάσε δυο κούπες, εγώ το κρασί εσύ βάλε κανένα κρεμμύδι άμα σου βρίσκεται. Έπιναν άλλες δυο κούπες ο καθένας Τι σου χρωστάω Μήτσο;
-Δύο δραχμές Μανώλη και οι δύο δραχμές επέστρεφαν πάλι στον Μπάρμπα Μήτσο. Έτσι με αυτό τον τρόπο οι δύο δραχμές να εναλλάσσουν τσέπες, κατάφεραν αυτοί οι ευφυείς τύποι να αδειάσουν δύο ολόκληρα βαρέλια κρασί, συνολικά 2000 κιλά σε λίγους μήνες. Όταν οι υπόλοιποι αντιλήφθηκαν πως αυτό είναι εφικτό, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν πως την πάτησαν έτσι σαν αγράμματοι. Φυσικά όλα τηρήθηκαν κατά γράμμα και τον κόκορα φάγανε και το λαγό και κάθε βράδυ στήνανε τρικούβερτο γλέντι. Μακάρι να είχαμε τέτοιους ανθρώπους στο τιμόνι της οικονομίας μας σήμερα, θα ευημερούσαν οι άνθρωποι και όχι οι αριθμοί…
ΤΑΚΙς ΤΖΙΒΑς
Ένα βαγένι κρασί = 1 δραχμή!!!
Βιώνουμε όλοι τη δραματική οικονομική κατάσταση που έχει περιέλθει η πατρίδα μας. Τα συναισθήματα ίδια θαρρώ για κάθε απλό πολίτη, θλίψη, ντροπή, οργή καθώς γνωρίζουμε ότι όλα αυτά είναι αποτέλεσμα κακοδιαχείρισης, κατασπατάλησης δημόσιου πλούτου, ,ανικανότητας και πιο πολύ άκρατης ιδιοτέλειας εκ μέρους όλων των κυβερνήσεων και διοικούντων αυτής της χώρας εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, πλην μερικών εξαιρέσεων. Ένας τόπος για να προοδεύσει δε χρειάζεται να έχει μεγάλο οικονομικό πλούτο, αλλά σωστή διαχείριση και κατανομή αυτού.
Απόδειξη τρανή η παρακάτω ευτράπελη μικρή ιστορία μας, αληθινή πέρα ως πέρα που συνέβη τη δεκαετία του εξήντα στο μικρό χωριό μας.
Κάποιο βραδάκι μαζεμένοι αρκετοί χωριανοί στο μικρό μαγαζάκι του Μανώλη του Μπάρκα,(Μανωλάκα) κατάκοποι από τις χειρωνακτικές εργασίες της ημέρας έπιναν το κρασάκι τους και συζητούσαν τα προβλήματά τους. Αυτό το σκηνικό το έβλεπες κάθε βράδυ στο χωριό μας, κάθε γειτονιά είχε και το δικό της κρασομάγαζο που πουλούσε ακόμη και λίγα είδη μπακαλικής. Εκεί που είχε ανάψει το κέφι και τα πειράγματα πετάχτηκε ο Μήτσος ο Παναγιωτόπουλος (Μαïντρίνης), άνθρωπος καλοκάγαθος, καλαμπουρτζής του άρεσε να σκαρώνει πλάκες στους συγχωριανούς του μαζί με το Μανώλη τον Μπάρκα, ‘έκοβε ο ένας, έραβε ο άλλος’.
-Ρε σεις ξέρετε πόσο αξίζει ένα τετρακοσάρι βαρέλι γεμάτο κρασί;(εννοούσε τετρακόσιες μπότσες.)Η μπότσα είναι μονάδα μέτρησης του μούστου, μικρός μεταλλικός κάδος που χωράει δύο οκάδες, η μία οκά ίση με 1280 γραμμάρια του κιλού, δηλαδή μιλάμε για πάνω από χίλια κιλά κρασί.
Σταμάτησαν όλοι και τον κοιτούσανε με απορία αλλά κανείς δεν τολμούσε να ορίσει κάποια τιμή. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας, μονό τα μεταλλικά κατρούτσα άκουγες και το κρασί που έπεφτε στα ποτήρια. Κάποιος δεν άντεξε, σηκώθηκε ορθός, σήκωσε και το ποτήρι ψηλά:
''Να το διαλέγεις το μεζέ και να γλεντάς το χρόνο εις τα παλιά παπούτσια σου γράφε καημό και πόνο'' Εβίβα σας!!! |
-Στην υγειά σας μωρέ και στις σοφιστείες σας, γιατί εγώ λέω ό,τι τα κόπια μου δεν πληρώνονται με χρήμα! Μερικοί τον επικρότησαν μα οι περισσότεροι περίμεναν ν’ ακούσουν το μεγάλο ‘μυστικό’ από τον μύστη αλχημιστή.
-Μωρέ μια κούπα άμα την πλερώσεις πενήντα λεπτά ή είκοσι δραχμές θα αλλάξει γεύση; -Όχι!
-Επομένως αξίζει όσο την πλερώσεις!!! Ο ένας άρχισε να κοιτάζει τον άλλο με απορία, τούτος ο γρίφος
πολύ μπερδεμένος δεν μπορούσαν να καταλάβουν που πάει η δουλειά. Και τότε έσκασε η βόμβα!
-Ένα βαρέλι κρασί αξίζει μωρέ με το αζημείωτο κιόλας, μία δραχμή!!!. Ούτε κεραυνός να τους χτύπαγε δεν θα πετάγονταν έτσι από τις καρέκλες τους. Μερικοί κρατούσαν την κοιλιά τους από τα πολλά γέλια νόμισαν ότι αστειεύεται. Μόνο ο Μανώλης ο Μπάρκας τον κοίταξε με νόημα.
– Με το συμπάθιο μπάρμπα Μήτσιο τι θα πλερώσεις με μια δραχμή, αφού μια δραχμή κοστίζουν δύο κούπες; ρώτησε ο νεαρότερος της παρέας.
-Όχι και μια δραχμή, μη μας περνάς και τόσο κουτούς μπάρμπα Μήτσο, εκτός αν το βαρέλι το δικό σου το έχεις γεμίσει νερό! τον πείραξε ένας τρίτος.
Τότε θόλωσε τα νερά ο παμπόνηρος Μανωλάκας, άσσος σε κάτι τέτοια, μυημένος στο κόλπο που είχαν στήσει με τον Μαïντρίνη, περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να επέμβει.
-Έχει δίκιο ο Μήτσιος ρε παλικαράδες! Τώρα που το σκέφτομαι πράγματι έτσι είναι. Δύο βαρέλια κρασί δύο δραχμές και προσέξτε όχι ‘γλυκάδια’ και ξεπλύματα αλλά ρετσίνα πρώτης ποιότητας και αυτό το εγγυώμαι εγώ! Στο μικρομάγαζο η ατμόσφαιρα άρχιζε να ηλεκτρίζεται, άλλοι γελούσαν και άλλοι οι πιο πονηροί ρωτούσαν που πουλάνε τόσο φθηνό και καλό κρασί να αγοράσουν κι αυτοί. Ο Μπάρμπα Μήτσιος και ο Μανώλης ο Μπάρκας σιωπούσαν, έκαναν αυτό που ήθελαν, τους αναστάτωσαν. Τώρα περίμεναν την περιέργεια να κάνει τη δουλειά της. Σε λίγο θα ζητάνε αποδείξεις των όσων υποστηρίζουν οι δύο ‘τρελλοί’ της παρέας. Πράγματι σε λίγο κι όσο αυτοί σιωπούσαν χαμογελώντας με νόημα, άρχισαν να πέφτουν βροχή οι προσφορές:
-Εγώ βάζω ένα λαγό κέρασμα άμα γίνεται αυτό, άλλος έβαλε έναν κόκορα, ο πιο θαρραλέος έβαλε μισό αρνί. Ο λόγος αυτών των φτωχών ανθρώπων στη μικρή κοινωνία που ζούσαν ήταν συμβόλαιο αδιαπραγμάτευτο. Το είπες; Τέλος! Το έκανες κιόλας! Αφού μαζεύτηκαν αρκετά καλούδια μέχρι και ρέγκες σαρδέλες και κονσέρβες, όρισαν έναν υπεύθυνο για την εκτέλεση των συμφωνηθέντων και καρτερούσαν να δούνε από πού οι ευλογημένοι θα έπαιρναν τόσο κρασί με δύο μόνο δραχμές!
Κι όμως.. Έχουν γνώση οι φύλακες…Ξέχασα να αναφέρω πως και ο Μήτσος ο Μαïντρίνης διατηρούσε στο υπόγειο του σπιτιού του κρασοπωλείο και μικρομπακάλικο. Έτσι λοιπόν την άλλη ημέρα των συμφωνηθέντων, πρώτος ο μπάρμπα Μήτσος στου Μανώλη του Μπάρκα το μαγαζί.
-Καλημέρα Μανώλη, πιάσε δύο κούπες, εγώ το κρασί εσύ το μεζέ. Ήπιαν από δύο κούπες ο καθένας φάγανε και δυο σαρδέλες αφού τίναξαν λίγο το αλάτι.
-Τι σου χρωστάω Μανώλη να σε πλερώσω με το αζημείωτο. -Δύο δραχμές Μήτσιο φύγε κι έρχομαι κι εγώ. Μετά από λίγο το ίδιο σκηνικό.-Γεια σου Μήτσο, πιάσε δυο κούπες, εγώ το κρασί εσύ βάλε κανένα κρεμμύδι άμα σου βρίσκεται. Έπιναν άλλες δυο κούπες ο καθένας Τι σου χρωστάω Μήτσο;
-Δύο δραχμές Μανώλη και οι δύο δραχμές επέστρεφαν πάλι στον Μπάρμπα Μήτσο. Έτσι με αυτό τον τρόπο οι δύο δραχμές να εναλλάσσουν τσέπες, κατάφεραν αυτοί οι ευφυείς τύποι να αδειάσουν δύο ολόκληρα βαρέλια κρασί, συνολικά 2000 κιλά σε λίγους μήνες. Όταν οι υπόλοιποι αντιλήφθηκαν πως αυτό είναι εφικτό, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν πως την πάτησαν έτσι σαν αγράμματοι. Φυσικά όλα τηρήθηκαν κατά γράμμα και τον κόκορα φάγανε και το λαγό και κάθε βράδυ στήνανε τρικούβερτο γλέντι. Μακάρι να είχαμε τέτοιους ανθρώπους στο τιμόνι της οικονομίας μας σήμερα, θα ευημερούσαν οι άνθρωποι και όχι οι αριθμοί…
ΤΑΚΙς ΤΖΙΒΑς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου