Η πολυπραγμοσύνη της τα λέει όλα...
Τ η δεύτερη Κυριακή του Μάη,
γιορτάζει η μητέρα.
Η ημέρα είναι αφιερωμένη
στην πηγή της δημιουργίας,
τη μάνα, την αγωνίστρια
σε όλα τα μέτωπα της ζωής.
|
Γεωργία Κοπίτα.1984 |
Σε μια τέτοια αγωνίστρια θα γίνει η αναφορά, ενδεικτικά σε μια πολύτεκνη μητέρα στη Βλαχοκερασιά, που βρίσκεται στο 82ο έτος της ηλικίας της, τη Γεωργία Κοπίτα. Κόρη του Παναγιώτη και της Αιμιλίας Γκουμένη, παντρεύτηκε το 1956 το Γιάννη Κοπίτα και απέκτησε εφτά (7) παιδιά και μπήκε δυναμικά στον αγώνα της κτηνοτροφικής και γεωργικής ζωής, αντιπαλεύοντας με την εργατικότητά της και την πολυπραγμοσύνη της τις αντιξοότητες.
«Από δουλειά άλλο τίποτα, είχαμε ζωντανά, ξεκινήσαμε με 150 γίδια και κάποια στιγμή φτάσαμε και τα 600. Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια που δεν ταΐζαμε τα γίδια καρπούς πήγαινα κι εγώ στο νυχτόσκαρο, τα βγάζαμε στη βοσκή στις 1-2 τη νύχτα, γυρνάγαμε βρεγμένοι, ούτε ομπρέλες δεν είχαμε τότε. Bρισκόμουν μπροστά σε όλες τις δουλειές, άρμεγα, τυροκόμαγα τυρί - μυτζήθρες με επιτυχία, έφτιαχνα τραχανάδες. Ήμουν μαστόρισσα στα τυροκομικά, είχα μάθει τα μυστικά από τους γονείς μου που ήταν κτηνοτρόφοι. Δούλευα και στις γεωργικές εργασίες, έβγαζα δουλειά για τρεις ανθρώπους.
Όταν ήμουν έγκυος στο τρίτο παιδί μου, μάζεψα σχεδόν μόνη μου έξι τόνους ελιές. Κοντά έπαιρνα και τα παιδιά. Το πιο μικρό το κρέμαγα στη γλαντζινιά με τη νάκα. Ήμασταν διπλοκάτοικοι, το χειμώνα (από φθινόπωρο μέχρι Μάη) πηγαίναμε στη Μποκοβίνα, στο Σεντουκάκι. 4-5 ώρες κάναμε με τα ζωντανά μας να πάμε. Το καλοκαίρι πιάναμε Λογγάκι, Αμμωνίτσα και κάναμε στρούγκες, κοιμόμασταν έξω – στρώναμε τράγινα σαΐσματα- και μαγειρεύαμε στο κακαβολίθι».
Ακούραστη ήταν και στις δουλειές του σπιτιού. Αθόρυβα κυβερνούσε τις καθημερινές ανάγκες.
Να κάνεις νοικοκυριό για δέκα ανθρώπους δεν είναι λίγο πράγμα. «Άναβα το καζάνι, πιο κάτω από το σπίτι στα χειμαδιά στη σπλιθάρα (τεράστια βαθουλωτή πέτρα όσο το σπίτι) και έφτιαχνα την πλύστρα μου που υψωνόταν τεράστια και δεν σωνόταν. Άπλωνα τα πλυμένα ρούχα στα σκίνα και στις γλαντζινιές να στεγνώσουν.
Επίσης φούρνιζα κάθε οχτώ ημέρες 10 ψωμιά στο φούρνο κι έφτιαχνα και 7 λαγάνες, μία για το κάθε παιδί. Ακόμη έχω τη μυρωδιά από τις γαλόπιτες που έφτιαχνα. Μια φουρνιά γαλόπιτες, να φάει η οικογένεια, να χορτάσει, να φιλέψω και τα άλλα τσιοπανόπουλα που έβοσκαν τριγύρω τα ζωντανά τους. Μια την έριχνα στο ατσαλοτήγανο να την βγάλω πρώτη, να προφτάσω τα παιδιά. Αλλά και το πλέξιμο δεν μου απέλειπε. Έγνεθα με τη ρόκα και το σφοντύλι. Έπλεκα φανέλες, ζακέτες, δαντέλες, έφτιαχνα και κουβέρτες για τις προίκες των κοριτσιών. Έφτιαξα κι ένα εντυπωσιακό χαλί από τραγόμαλο».
Ανεξάντλητη ήταν η υπομονή της με τα παιδιά της. Ευχαριστιόταν που παίζανε κοντά στη φύση και μάθαιναν τα μυστικά της, ενώ αναπολεί τα βράδια που το ρίχνανε στο γλέντι... «Παίζανε τα παιδιά στην εξοχή. Στου Κοπελιά το ρέμα μαζεύανε πέτρες, κόκκινες, άσπρες, μικρές, μεγάλες, λαζουρές και στήνανε μαντρί και παρίσταναν τα γίδια με τις πέτρες, ακόμα βρίσκονται οι πέτρες. Στήνανε μαντρί και με χελώνες. Παίζανε και με άλλα παιδιά. Ευχαριστιόντουσαν τη φύση. Υπήρχε κόσμος στην ύπαιθρο, όλα τα καλύβια ήταν γεμάτα κόσμο,15.000 γιδοπρόβατα βόσκανε στην περιοχή, μην κοιτάτε σήμερα που δεν υπάρχει άνθρωπος, σκοτείδιασαν οι δρόμοι. Τα βράδια στήναμε χορό και γλέντι μόνοι μας, τραγουδάγαμε πολλά τραγούδια με αγαπημένο μου το:
«Μια Βλαχοπούλα όμορφη
στις ρεματιές γυρνάει
βόσκει τα προβατάκια της
και λιανοτραγουδάει.
Να και το τσελιγκόπουλο
στο λόγκο από πέρα
τραγούδι λέει με καημό
και παίζει τη φλογέρα».
Σταθερή ήταν και η επιθυμία της να ακολουθεί τις συνήθειες του τόπου, έχοντας συνείδηση του λαϊκού μας πολιτισμού. «Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν η γιορτή των παιδιών. Παίρναμε τα λεφτά από τα γίδια που είχαμε σφάξει, ψωνίζαμε στα παιδιά παπούτσια και ρούχα και πηγαίναμε με τα ζα, άλλοι καβάλα κι άλλοι με τα πόδια, στην εκκλησία στην Κονιδίτσα. Την παραμονή του Πάσχα πήζαμε ένα καζάνι γιαούρτη, τη στραγγίζαμε σε πάνινες σακούλες και τη μοιράζαμε σε φίλους και σε όσους μας έδιναν τα χωράφια να βόσκουν τα ζωντανά μας.
Της Άγιασης υπήρχε συνήθεια να παίρνουμε αγιασμό να αγιάζουμε τα ζώα μας, τις απόκριες να βάζουμε τα αυγά στη χόβολη, ένα για τον καθένα, γέμιζε η χόβολη αυγά, που ήμασταν πολυμελής οικογένεια. Και πάντα, όταν μαγείρευα κρέας, συνήθιζα να βάζω την πλάτη στον άντρα μου για «να βλέπει» την τύχη της χρονιάς.
Δεν βαρυγκωμούσε η κ. Γεωργία, αισθανόταν πλούσια κοντά στη φύση με τα αγαθά που έβγαζε με τον τίμιο ιδρώτα της και την ανεξάντλητη προσφορά και την αγάπη της στα εφτά παιδιά της.
«Πλούτος είναι τα παιδιά και σα γεροντότερη θα συμβούλευα τις νεότερες να κάνουν 3-4 παιδιά, να μη ρημάξει η Ελλάδα και να μη σκέφτονται πώς θα τα μεγαλώσουν με την κρίση.
Και ο φτωχός αν κουμαντάρει μυαλό θα βρει τον τρόπο να μεγαλώσει τα παιδιά του. Η φτώχεια κάνει καλύτερους τους ανθρώπους, τους σκληραγωγεί, τους ενεργοποιεί».
Η πολυπραγμοσύνη της τα λέει όλα όπως και όλα τα λένε τα λόγια αναγνώρισης και του γιου της Παναγιώτη σε παλιότερη συνέντευξή του στην εφημερίδα του Γυμνασίου Βλαχοκερασιάς:
«Δε θέλω να αφήσω ποτέ τα ζώα μου, μέσα σ’ αυτά είναι η μάνα μου με τις μέτρες, που ανέβαινε με τα λιοπύρια τα μονοπάτια για να μας μεγαλώσει».
Αφιερωμένο μέσω της θεια- Γιωργίας σε όλες τις μανάδες που δίνουν το δικό τους αγώνα.
Απρίλης 2016
Αγγελική Κατσαφάνα
Από τη φωνή τηςΒλαχοκερασιάς,
φύλλο8
Σημείωση: Η Γεωργία Κοπίτα απεβίωσε το Σεπτέμβρη του 2017.
Αρθρο από: