Παλιότερα τα παντοπωλεία ήταν όπως οι ενορίες. Κάθε περιοχή είχε και το δικό της μπακάλη, από όπου ψώνιζε όλη η συνοικία. Οι ταμπέλες έγραφαν «ΕΔΩΔΙΜΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ» αλλά όλοι τα ήξεραν με το όνομα του ιδιοκτήτη. ‘’Πετάξου στον κυρ-Στέφανο για λίγα δράμια φέτα, ζαμπόν, 3 σοκολάτες και την μαρμελάδα την ακριβή…’’, αν είχες. Αν δεν είχες, έλεγες στον κυρ-Στέφανο, κάπως χαμηλόφωνα, να σου βάλει τον πελτέ τον φτηνό.
Από τις πόρτες του περνούσε καθημερινά όλη η γειτονιά με το ζεμπίλι στα χέρια για να ψωνίσει σε οκάδες και δράμια. Ή για να πιεί ένα τσίπουρο στα γρήγορα με τον απαραίτητο συνοδευτικό μεζέ. Παραγγελίες πήγαιναν και έρχονταν φωναχτά και όλοι ήξεραν τι φαγητό θα μαγειρέψεις αύριο, ποιος περιμένει καλεσμένο, ποιος έχει χαρές και ποιος «στενέματα». Γράφτα κυρ-Στέφανε. Κι έτσι ο μπακάλης αποτελούσε εξέχουσα προσωπικότητα της τοπικής κοινωνίας. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί στα χέρια του κρατούσε το φοβερό και τρομερό μπακαλοτέφτερο.
Μετά περάσαμε στα εβγατζίδικα, η ΕΒΓΑ της γειτονιάς, από την εταιρία που μονοπωλούσε το εμπόριο γαλακτοκομικών της εποχής. Και ο μπακάλης μάθαινε, όχι μόνο τα νέα, αλλά και τα μυστικά όλων, καθώς είχε στο μαγαζί του το μοναδικό τηλέφωνο της γειτονιάς.
Ο μπακάλης ήξερε τα νέα σου πριν από σένα. Εσύ περιοριζόσουν στα παλιά νέα από τις εφημερίδες που χρησιμοποιούσε για περιτύλιγμα, προσφορά του καταστήματος. Μέχρι που ήρθαν τα σούπερ μάρκετ και ο κόσμος, που δεν ψώνιζε πια σε οκάδες και δράμια, ήθελε να ψωνίζει μόνος του, να διαλέγει μόνος του, να μην ακούει κανείς τι ψωνίζει.
Η ιδιωτικότητα.
Το μπακαλοτέφτερο ήταν εντελώς μπανάλ κι εμείς ήμασταν πια σύγχρονοι ευρωπαίοι που δε χρωστάνε στον μπακάλη τους.
Το μόνο που έμεινε στις γειτονιές να θυμίζει λίγο τα παλιά μπακάλικα ήταν τα ψιλικατζίδικα αλλά κι αυτά με τον καιρό μετατράπηκαν σε καπνοπωλεία και «Μίνι μάρκετ».
Και τα “εδώδιμα αποικιακά” βρήκαν στέγη στα μοντέρνα και φανταχτερά delicatessen, που μπορεί να μας έφερναν διατροφικούς θησαυρούς από όλον τον κόσμο, αλλά όχι από δύο νομούς πιο δίπλα.
Και ξαφνικά κάτι άλλαξε.
Οι απανωτές διατροφικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών και η ευαισθητοποίηση του κόσμου γύρω από θέματα διατροφής, δημιούργησαν την ανάγκη να στραφούμε στο παλιό παραδοσιακό και τοπικό.
Γιατί καλό το camembert και ο σολομός Νορβηγίας αλλά ας δοκιμάσουμε λίγο λαδοτύρι Μυτιλήνης και Αυγοτάραχο Μεσολογγίου.
Έτσι άρχισαν να ξεπροβάλλουν καταστήματα με τρόφιμα από κάθε γωνιά της Ελλάδας, από μικρούς παραγωγούς όλης της χώρας. Αλίπαστα από τη Λέρο, αυγοτάραχο από τις μπάφες του Μεσολογγίου, ντολμαδάκια Χαλκιδικής, ακόμα και μέλι από την Τζιά.
Σημαντική συμβολή έχει, φυσικά, η στροφή των ελληνικών επιχειρήσεων προς τη δημιουργία ποιοτικών προϊόντων.
Προϊόντα που συνδυάζονται πλέον και με ποιοτικές υπηρεσίες, όπως packaging, marketing, συστήματα πιστοποίησης, ονομασία προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης κλπ.
Από την άλλη, ήρθε όλο αυτό σε μια εποχή που αρχίσαμε σιγά σιγά ως κοινωνία να αποβάλλουμε την ξενομανία που μας χαρακτήριζε (ίσως και να μας βασάνιζε) τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η πεποίθηση ότι στην Ευρώπη τα πράγματα γίνονται πάντα καλύτερα και οτιδήποτε ξένο είναι αυτομάτως πιο ποιοτικό, άρχισε να αποδομείται, μέχρι που στις ημέρες μας εκτιμούμε πραγματικά την ανώτερη ποιότητα πολλών ελληνικών προϊόντων.
Οι λίγοι πρωτοπόροι στην αρχή που πίστεψαν και επένδυσαν σ αυτό, με τον καιρό έγιναν περισσότεροι, για να γίνουν τελικά πολλοί όταν το καταναλωτικό κοινό άρχισε να τα ζητάει και να τα προτιμά.
Τα μικρά μαγαζάκια ξεπροβάλουν πια σε κάθε περιοχή προσπαθώντας να χωρέσουν όλες τις γεύσεις της Ελλάδας σε λίγα τετραγωνικά. Και τι τετραγωνικά! Εντελώς λιμπιστικά!
Οι θησαυροί της ελληνικής γης άρχισαν να μπαίνουν στην καθημερινότητα μας, στο σπίτι μας και στο καθημερινό μας τραπέζι.
Και εμείς αρχίσαμε να γνωρίζουμε καλύτερα τον τόπο μας.
Γιατί ο ΤΟΠΟΣ μας δεν είναι μόνο όσα μπορεί να δει το μάτι μας. Είναι όσα μπορούμε να αντιληφθούμε με όλες μας τις αισθήσεις.
Είναι οι μυρωδιές, οι γεύσεις, τα ακούσματα. Και πιο πολύ απ’ όλα είναι η αγάπη και η φροντίδα των ανθρώπων γι’ αυτό που κάνουν και που φτάνει σε εμάς μέσω των προϊόντων τους.
Ο ίδιος ο μπακάλης σήμερα είναι ένας άνθρωπος ενημερωμένος, με σπουδές, έχει ταξιδέψει, έχει ψάξει, έχει γνωρίσει πράγματα και αυτές τις γνώσεις τις μεταφέρει στους πελάτες του. Μπορεί να σου πει από την ιστορία που κρύβει το κάθε προϊόν μέχρι και συνταγή για να το φτιάξεις.
Τα σύγχρονα μπακάλικα δεν είναι μικρά απρόσωπα σούπερ μάρκετ.
Είναι ένας χώρος που θα πας, θα δεις, θα ρωτήσεις, θα μάθεις. Και θα ξαναπάς για να πεις τις εντυπώσεις σου από αυτό που αγόρασες την προηγούμενη μέρα.
Όσο για την ύπαρξη ή μη του σύγχρονου μπακαλοτέφτερου, δυστυχώς δεν έχουμε καμία ενημέρωση για να σας τη μεταφέρουμε. Βλέπετε ο σύγχρονος μπακάλης είναι και εχέμυθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου