Google+ Γαλακτοκομικά Καρυάς - Μαυρόγιαννης Θεοδόσιος: 2021

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Επίκαιρο θέμα για όσους βίωσαν ή θα βιώσουν καραντίνα covid 19 .

Εμμανουήλ Ροΐδη, Τα ευτυχήματα της αρρωστίας


Για να διασκεδάσουμε λιγάκι το ζόφο με όλο αυτό που ζούμε και παρακολουθούμε από τηλεοράσεως ανεβάζω προς ανάγνωση το υπέροχο διήγημα του αγαπημένου μου Ροΐδη "Τα ευτυχήματα της αρρωστίας". Το αντέγραψα από το ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, έκδοση της Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης του ιδρύματος Ουράνη.

ΤΑ ΕΥΤΥΧΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ
Πιθανόν είναι, αναγνώστα, η μόνη επιγραφή του παρόντος άρθρου να σε κάμει να υψώσεις τους ώμους και ν’ ανακράξεις εκ των προτέρων «Παραδοξολογία!» Ουχί όμως αν έτυχε να αρρωστήσεις βαρέως και ενθυμείσαι ακόμη όσα τότε ησθάνθης.
Το πρώτον και μέγιστον ίσως πλεονέκτημα της ασθενείας είναι ότι μόνον κατά τας ημέρας εκείνας της καταναγκαστικής απραξίας αισθάνεσαι εντελώς απηλλαγμένος πάσης υποχρεώσεως και πάσης ευθύνης προς τον εαυτόν σου, την γυναίκα σου, τα τέκνα σου, την κοινωνίαν και τους δανειστάς σου. Τότε μόνον δύνασαι εν αναπαύσει συνειδήσεως να είπης- «Δεν πταίω εγώ ο,τιδήποτε και αν συμβή».
Εφ’ όσον είσαι υγιής, η λεγομένη ανθρώπινη οικογένεια δεν σοι οφείλει απολύτως τίποτε, ούτε εργασίαν, ούτε περίθαλψιν, ούτε πίστωσιν, ούτε όργανα εργασίας, ούτε προστασίαν, ουδέ καν τεμάχιον άρτου. Εχεις βραχίονας και εις σε απόκειται να πορισθής πάντα ταύτα. Αν δε η τύχη σε καταδιώξη και δεν δυνηθής με όλην την καλήν διάθεσιν να εύρης ούτε πελάτας αν είσαι δικηγόρος, ούτε θαμώνας αν έχεις καφφενεἰον, ούτε αυθέντην αν είσαι υπηρέτης, αν πρωίαν τινά σε μετέβαλεν ο κ. υπουργός από τελωνοφύλακος εις παυσανίαν, και ματαίως εζήτησες δικόγραφα ν’ αντιγράψης ή πρόβατα να βοσκήσης, ώ τότε είσαι βεβαίως άξιος να ονομασθής «οκνηρός, ακαμάτης, χασομέρης, μπόσικος, ντεμπέλης». Μυριάκις ολιγώτερον ταπεινωτική δια την φιλοτιμίαν σου είναι η ιδιότης του αρρώστου.
Καί όχι μόνον από βιοποριστικάς φροντίδας είσαι απηλλαγμένος, αλλά καί από οχληροτάτας κοινωνικάς υποχρεώσεις, τας επισκέψεις, τα επισκεπτήρια, τας εθνικάς και βασιλικάς εορτάς, το χειροφίλημα, τα ονόματα, και την μετάβασιν εις τας κηδείας.

Αντί να φροντίζης κατά καθήκον περί των οικείων σου, τους βλέπεις όλους φροντίζοντας περί σου. Ὀλους περί την κλίνην σου, ανησύχους, προσεκτικούς, προθύμους, αφωσιωμένους, περιποιητικούς, προσπαθούντας να ευχαριστήσωσι πάσαν σου επιθυμίαν ή και ιδιοτροπίαν.
Οι φίλοι και οι γνώριμοί σου, οι συνήθως φροντίζοντες περί σου όσον και περί του Χάνου της Ταρταρίας, νομίζουν ότι η καθιερωμένη συνήθεια και το κοινωνικόν καθήκον επιβάλλει εις αυτούς να ζητώσιν ειδήσεις σου και να υποκρίνωνται ολίγην ανησυχίαν.
Αν πάλιν συγγενείς και φίλοι σ’ εγκαταλείψουν, ουδ’ η τελεία εκείνη εγκατάλειψις στερείται μικρού τινος θελγήτρου. Η ιδέα ότι παλαίεις μόνος κατά του πόνου και του θανάτου, έχει τι το δυνάμενον να ικανοποιήση την φιλοτιμίαν σου. Σου παρέχει ευκαιρίαν να παρομοιάσης τον εαυτόν σου προς τον μεγάλον ήρωα του Αισχύλου, τον Προμηθέα Δεσμώτην, όστις απέμεινε κ’ εκείνος επί του ερήμου βράχου του μόνος μετά του σπαράσσοντος τό ήπάρ του γυπός, αφού τον εγκατέλειψαν αι άσπλαγχνοι Ωκεανίδες.
Πλην τούτου η γενική εκείνη εγκατάλειψις θέλει συμπληρώση τας μελέτας και την πείράν σου περί της ανθρωπίνης καρδίας και θα σοι παρέχη έπειτα ανεξάντλητον ύλην γέλωτος δια την πρώην πίστιν σου εις τό συγγενικόν καί φιλικόν φίλτρον.
—’Αλλά θά αισθάνωμαι τας δυνάμεις μου εκλιπούσας, τας αισθήσεις μου ναρκουμένας, την κεφαλήν μου βαρείαν καί δεν θα δύναμαι πλέον να σκέπτωμαι.
— Και παραπονείσαι, αχάριστε, δια τούτο; Αφού επί τόσα έτη σ’ εβασάνισαν αι σκέψεις, ευεργέτημα βεβαίως και ουχί δυστύχημα είναι η επί τινα καιρόν διακοπή της βασανιστικής λειτουργίας του κουρασμένου εγκεφάλου.
Αν πάλιν διετήρησες λείψανά τινα αυτής, δεν είναι αμέτοχοι καί μελαγχολικής τινος γλυκύτητος αι ιδέαι του γαληνιαίου τέλους του δικαίου, της απαλλαγής από των εγκοσμίων βασάνων, της αιωνίου ειρήνης, του παραδείσου των χριστιανών, της συνταυτίσεως μετά του Θεοϋ των πανθεϊστών, του Νιρβανά των φιλοσόφων, και, δια να είπωμεν την γυμνήν αλήθειαν, πολύ περισσότερον πάντων τούτων η μέχρι της εσχάτης πνοής παραμένουσα ελπίς σωτηρίας;
Αλλά το μέγιστον υπέρ της αρρωστίας επιχείρημα είναι ότι δεν δύναται τις χωρίς ν’ ασθενήση να εντρυφήση εις την υπερτάτην μακαριότητα της αναρρώσεως.
Μετά ένα μήνα απολύτου νηστείας σου επιτρέπει ο ιατρός να φάγης ένα ψημένον μήλον, ο δέ πρώτος εκείνος επιτετραμμένος καρπός σου φαίνεται ασυγκρίτως γλυκύτερος του συλλεγέντος υπό της Εύας απηγορευμένου. Έπειτα μίαν σούπαν την ημέραν, δύο σούπες, τρεις σούπες την ημέραν. Τίς δεν λείχει τά δάκτυλά του ενθυμούμενος την γεύσιν αμβροσίας της πρώτης πτέρυγος ορνιθίου και το γλυκύτερον νέκταρος πρώτον ποτήριον οίνου;

Βαθμηδόν αι δυνάμεις σου, αι σωματικαί και διανοητικαί, επανέρχονται και αισθάνεσαι ότι η νόσος σου απέδωκεν είδος τι παρθενίας, ότι το πρώην σώμά σου το μολυσμένον, το κακόχυμον, το εξηντλημένον και πεπαλαιωμένον, ανεκαινίσθη, ότι κυκλοφορεί εις τας φλέβας σου νέον αίμα και νέαι σάρκες ενδύουσι τα οστά σου, ότι σ’ εχάρισε δευτέραν ύπαρξιν ο Πανάγαθος Θεός.

Αφού αποδοθής εις την οικογένειαν και τους φίλους σου, απομένεις επί ικανόν ακόμη καιρόν χλωμός, πράος, γλυκύς, άκακος ως παιδίον, ευπροσήγορος, ενδιαφέρων· όλους τους αγαπάς και όλοι σε αγαπούν, χάρις εις την εύλογημένην αρρώστιαν, ήτις σε απήλλαξε πάσης περίσσειας χολής και σε κατέστησε σχεδόν ανεπίδεκτον οργής, δυστροπίας και ερεθισμού.
*
* *
Τι δε να είπωμεν περί της πρώτης μετά μακράν ασθένειαν εξόδου; Μεταβλέπεις τον ήλιον, τα δένδρα, τα πεζοδρόμια, τας προθήκας των εμπορικών, τας αγγελίας των θεάτρων, την φρουράν μεταβαίνουσαν εις τα Ανάκτορα τους ανθοπώλας, τους εφημεριδοπώλας, τα άλογα και τους σκύλους. Και όσα σ’ έκαμναν πριν να χασμάσαι, σε θέλγουν, σ’ ευφραίνουν και σε συγκινούν, δια τον μόνον λόγον ότι εκινδύνευσες να μη τα μεταΐδης πλέον.  Αν δε τύχει να σε στείλη ο ιατρός εις το Φάληρον ή την Κηφισσιάν, πόσον πλέον πράσινα ή πριν σε φαίνονται τα δένδρα και ή θάλασσα κυανωτέρα!
Αλλ’ ημέραν τινά εις το μέσον της οδού, ενώ έχασκες ακροώμενος πλανόδιον οργανέτον, το οποίον είχες τόσον καιρόν ν’ ακούσης, βλέπεις διερχόμενον προ των οφθαλμών σου άλλον ασθενή, όστις δεν είχε την καλήν τύχην να γλυτώση ως συ και μεταφέρεται ήδη εις το τελευταίον του κατάλυμα εντός του πρώτου ή του δευτέρου νεκροταφείου.
Η πένθιμος εκείνη παρέλασις, καίτοι ικανώς συνήθης εις τας οδούς των  Αθηνών, σοι προξενεί πρώτην φοράν εντύπωσιν βαθείαν και συγκινεί της καρδίας σου τους μυχούς. ’Αλλά και πόσην αισθάνεσαι απόκρυφον χαράν συγκρίνων την τύχην σου προς την του δυστυχούς νεκρού!
«Αν ήμην εγώ, σκέπτεσαι, μέσα εις το αποτρόπαιον εκείνο φέρετρον, θα μετέβαινα ως ούτος εν μέσοι του αδιαφορούντος τούτου πλήθους εις τήν μαύρην τρύπαν, από την οποίαν δεν εξέρχεται τις πλέον. Οι διαβάται θ’ αφήρουν αναλγήτως τον πίλον των και θα εξηκολούθουν τον δρόμον των ως πράττουσι τώρα. ΄Η εγώ ή άλλος δεν θα τους έμελε τους αχρείους εγωιστάς. Η αλήθεια είναι, ότι πρέπει να ευχαριστώ τον Θεόν, όστις ηυδόκησε να ευρίσκωμαι ορθός επάνω εις αυτό το πεζοδρόμιον αντί να είμαι εξαπλωμένος μέσα εις το άσχημον εκείνο κουτίον».
Επί τινας ακόμη εβδομάδας εξακολουθείς να παρατηρής τας κηδείας μετά πολλού ενδιαφέροντος, νομίζων ότι οφείλεις να υποκλίνεσαι μετά σεβασμού και συγκινήσεως προ των νεκρών εκείνων, μετά των οποίων ολίγον έλειψε να συναριθμηθής, ως θα επεθύμεις να υποκλίνωνται και οι άλλοι προ του ιδικοϋ σου λειψάνου.
 Η μαύρη στολή νεκροφόρου με τον σταυρόν εις την ράχιν σε προξενεί ανατριχίασιν, προ πάντων αν είσαι ακόμη ολίγον ωχρός και τύχη ο νεκροφόρος να σε κυττάξη ως να έλεγεν «Εσύ, φίλε μου, δεν θ’ αργήσης να λάβης την ανάγκην μου».
Εφ’ όσον όμως παρέρχεται ο καιρός αποβάλλεις βαθμηδόν την συνήθειαν να συγκινήσαι εκ της θέας των νεκρών, συλλογιζόμενος τον εαυτόν σου. Αι παρειαί σου είναι ήδη στρογγύλαι και ροδοκόκκινοι και έπαυσαν να σε κυττάζουν οι νεκροφόροι και σύ να προσέχης εις αυτούς. Μετ’ ολίγον δε αποκαλύπτεσαι και συ μηχανικώς και παρέρχεσαι αδιάφορος προ των δυστυχισμένων νεκρών, προς τους οποίους ουδέν πλέον αισθάνεσαι κοινόν.
Ο καιρός εξακολουθεί το έργον του. Καθ’ εκάστην αποβάλλεις μέρος της ευαισθησίας σου και της ικανότητος προς συγκίνησιν και χαράν. Τα χασμήματα υπερισχύουν και πάλιν και ο καθημερινός βίος σε φαίνεται όπως πριν πεζός, πληκτικός, μονότονος και ανούσιος ως νερόβραστος κολοκύνθη. Ουδ’ υπάρχει ελπίς να γευθής και πάλιν την ηδονήν να είσαι ζωντανός, εκτός αν ευτυχήσης να κρούσης και δευτέραν φοράν εις του Πλούτωνος την θύραν.
                                                                                                                ’Εμπρός, (11 Ιαν. 1889)
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Οι ορμήνιες της γιαγιάς

Η Κώσταινα, κατά κόσμον Ελένη, ήταν η γιαγιά μου από τη μεριά της μητέρας. Ήταν γεννημένη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Δε ζήσαμε ποτέ μαζί, βλεπόμασταν στο χωριό τα καλοκαίρια. Αργήσαμε μάλιστα να γνωριστούμε, καθώς τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο εξωτερικό. Δεθήκαμε όμως τόσο πολύ που αναπληρώσαμε τον χαμένο χρόνο. Αχ πόσο την αγαπούσα τη γιαγιά! Κι αυτή εμένα! Μου είχε μάλιστα εκμυστηρευτεί ότι ήμουν η αγαπημένη της εγγονή. Η πρώτη μου ανάμνηση από τη γιαγιά ήταν η ερώτηση αν ήθελα να μου προσθέσει αλάτι στο γάλα από την κατσίκα. Αναγούλα μου είχε έρθει. Εδώ δεν έπινα το κανονικό γάλα, πόσο μάλλον το κατσικίσιο και μάλιστα με προσθήκη αλατιού! Φρίκη! Το δεύτερο γαστρονομικό σοκ ήταν το ζυμωτό ψωμί, αρκετών ημερών, μαύρο και θεόξινο! Ακόμα έχω τη γεύση του. Τότε μου προκαλούσε αποστροφή, ενώ τώρα νοσταλγία. Μακάρι να είχα μία φέτα με φρέσκο λάδι και τη γιαγιά δίπλα να μου λέει ιστορίες και να μου δίνει ορμήνιες όπως τότε στην εφηβεία…
Στην εξωτερική εμφάνιση η γιαγιά έμοιαζε με όλες τις άλλες ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού. Γερασμένη πριν την ώρα της, με βαθιές ρυτίδες, τσεμπέρι στο κεφάλι και κάτι φαρδιά φουστάνια, μαύρα πάντα. Η γιαγιά δεν ήταν χήρα αλλά όλο και κάποιος υπήρχε για να πενθήσει. Στα νιάτα της ήταν καλλονή. Ψηλή και λεπτή με αλαβάστρινο δέρμα, μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και μαύρα μακριά μαλλιά πάντα φορεμένα σε κότσο. Αν και την εποχή της έκαναν θραύση οι γάμοι από προξενιό, η γιαγιά πήρε τον παππού από έρωτα. Υπήρχαν βέβαια κάποιες τεχνικές δυσκολίες. Κατ΄ αρχήν ο παππούς έπρεπε να πάει να πολεμήσει. Δύο παγκόσμιους πολέμους αξιώθηκαν να ζήσουν οι παππούδες μου. Όταν ο παππούς γύρισε από το μέτωπο, έπρεπε πρώτα να παντρέψει τις αδελφάδες του. Ξεφραγκιάστηκε για να τις προικίσει. Όταν πήγε λοιπόν να ζητήσει το χέρι της γιαγιάς ζήτησε κι αυτός κάποια προίκα, όπως ήταν η τακτική της εποχής. Ενώ την αγαπούσε τη γιαγιά και την ήθελε, χάλασε η δουλειά στην προίκα. Ο πατέρας της γιαγιάς, δεν έδινε στον παππού το χωράφι που ζητούσε. Ο παππούς με τη σειρά του πείσμωσε και έφυγε. Όταν είδε όμως ότι την προξενεύανε αλλού, ούτε προίκα απαίτησε ούτε τίποτα. Το Ελενάκι του ήθελε μόνο. Αλλά και η γιαγιά αποκλείεται να έπαιρνε άλλον από τον παππού που ήταν λεβέντης και της είχε κλέψει την καρδιά. Εξήντα πέντε χρόνια, δε χώρισαν ούτε μέρα.
«Του γέρου να ακούς ακόμα και την πορδή!», ήταν η πρώτη ορμήνια που μου έδωσε η γιαγιά όταν αρχίσαμε να γνωριζόμαστε και να αποκτάμε οικειότητα. «Εσείς οι νέοι νομίζετε ότι τα ξέρετε όλα και μας περιφρονείτε εμάς τους μεγάλους αλλά έτσι την πατάτε!», συνέχιζε απαριθμώντας πλείστα παραδείγματα προς τεκμηρίωση των λεγομένων της.

Καθώς βρισκόμουν στο peak της εφηβείας, οι συμβουλές αφορούσαν επί το πλείστον τη σύναψη σχέσεων.

«Να μην είσαι ευκολόπιστη. Μη τσιμπάς στα γλυκόλογα. Οι άντρες θα σου πουν αυτά που θέλεις να ακούσεις, μέχρι να σε ρίξουν. Αυτοί, κορίτσι μου, βλέπουν τις γυναίκες σαν το λεμόνι. Το στύβουν και μετά πετούν τη λεμονόκουπα. Τέτοια είναι η φτιασιά τους. Γι’ αυτό να προσέχεις! Ο άντρας θα πλησιάσει αυτή που θα του δώσει δικαιώματα. Να είσαι πάντα σοβαρή και μετρημένη. Άσ’ τον να βράζει στο ζουμί του. Τότε μόνο θα σε υπολογίσει για να ανοίξει σπίτι μαζί σου. Τις σαχλές και τις σουρλουλούδες για ένα βράδυ τις θέλουν. Ρώτα τον παππού σου τι καψόνια του ’καμα μέχρι να δώσουμε λόγο, κι ας τον αγαπούσα κρυφά για χρόνια!».

Η γιαγιά ήταν ανένδοτη σε θέματα ηθικής κι ας είχε εξελιχθεί η κοινωνία από την εποχή που ήταν αυτή νέα.

Αφού ξεκαθαρίσαμε λοιπόν πως δεν ήταν πρέπον για μία κοπέλα να είναι ‘πεταχτούλα΄, προχωρήσαμε στα κριτήρια επιλογής συζύγου, σαν έφτανε εκείνη η ώρα, γιατί προς το παρόν ήμουν μικρή ακόμα.

«Να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα. Σήμερα δε καταδεχόσαστε τα προξενιά, τους βρίσκετε μοναχές σας. Δεν το παρεξηγώ, κι εγώ μόνη μου τον διάλεξα τον παππού σου. Αν δεις ότι ο άντρας που θα σου δείξει η καρδιά σου έχει σοβαρό ελάττωμα, αμόλα τον όσο και να σου στοιχίσει. Ο άνθρωπος κορίτσι μου δεν αλλάζει. Αν είναι μπέκρος, χαρτόμουτρο, γυναικάς, χασικλής, βίαιος πριν το γάμο, ο ίδιος και χειρότερος θα είναι και μετά. Κι ας σου υπόσχεται ότι θ’ αλλάξει. Ο λύκος την τρίχα αλλάζει, τα χούγια δεν τ’ αλλάζει. Και μακριά από ακαμάτη και τεμπέλη!»

Η γιαγιά διατεινόταν ότι το παν είναι η ωραία ψυχή στον άντρα. Η ίδια όμως τον τσίμπησε το κούκλο τον παππού τότε!
Κατόπιν περνούσε σε συμβουλές που αφορούσαν τη σχέση εντός γάμου.

«Όταν με το καλό παντρευτείς, τον άντρα σου να μην τον αποπαίρνεις. Να του μιλάς με τον καλό το λόγο. Περισσότερες μύγες πιάνεις με το μέλι παρά με το ξύδι. Φερ’ το από δω, περ’ το από κει, αυτό που θέλεις να πετύχεις, και στο τέλος θα τον τουμπάρεις. Ο άντρας θέλει να τον κάνεις να νομίζει ότι αυτός αποφασίζει και ότι έχει τον τελευταίο λόγο. Αν πήγαινα κόντρα στον παππού σου, τίποτα δε θα ’χα καταφέρει. Ούτε τη μάνα σου θα ’χα στείλει στην Αθήνα να μάθει τέχνη, ούτε το καφενείο θα είχαμε ανοίξει, ούτε το σπίτι θα ’χαμε επισκευάσει ούτε προκοπή θα ’χαμε κάνει. Ο παππούς δεν ήταν τολμηρός. Ήθελε την ησυχία και τη βολή του».

Οι συμβουλές γύριζαν στα θέματα ηθικής ξανά.
«Να τιμήσεις το στεφάνι σου. Κοίτα μην παρασυρθείς από κάνα τζαναμπέτη! Ο σατανάς τρυπώνει και στα πιο τίμια σπίτια καμιά φορά. Του αντρός η ατιμία είναι διαφορετική. Θα τον πουν μάγκα. Τη γυναίκα όμως θα την πουν παλιοθήλυκο. Το νου σου στον άντρα σου. Μην τον ξεμυαλίσει καμία και τον χάσεις. Στο χέρι σου είναι να τον έχεις κοντά σου. Τώρα αν κάνει και καμιά κουτσουκέλα, ε, άντρας είναι θα τον συγχωρέσεις».

Εδώ μας τα χαλάς γιαγιά, σιγά μην κάτσω να φάω και κέρατο! έλεγα μέσα μου εγώ.
Ευτυχώς σε ορισμένα πράγματα ήταν ανοιχτόμυαλη.

«Η γυναίκα πρέπει να ’χει δικό της πορτοφόλι. Να στέκεται στα πόδια της. Αύριο μεθαύριο, κούφια η ώρα που τ’ ακούει, κάτι παθαίνει ο άντρας σου, να μην είσαι επί ξύλου κρεμάμενη. Μη θαρρείς ότι ο κόσμος θα σε συντρέξει για καιρό. Όχι όμως επειδή θα έχετε το δικό σας πουγκί με την πρώτη δυσκολία να διαλύεται το σπίτι σας! Τι μόδες είναι αυτές!», αναφερόμενη στα διαζύγια που άρχισαν τότε να αυξάνονται.

«Και ‘σεις οι νέες να μάθετε γράμματα, να μην είστε ξύλα απελέκητα. Έτσι δε θα χρειάζεται να κάνετε κουραστική δουλειά, όπως εμείς που δουλεύαμε ολομερής στα χωράφια. Να στρωθείς στο διάβασμα, λοιπόν, και να μην έχεις το νου σου στα σουλατσαρίσματα!»

Η γιαγιά για την εποχή της ήταν αρκετά μορφωμένη καθώς είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο, φαινόμενο αρκετά σπάνιο για κορίτσι του χωριού, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η δε οικογένειά της διέθετε αρκετούς σπουδαγμένους άντρες. Το καυχιόταν πάντα η γιαγιά για το μορφωτικό υπόβαθρό της. Σε αυτό ίσως οφειλόταν το ελεύθερο πνεύμα της και η προχωρημένη της σκέψη σε αρκετά θέματα.

«Όταν με το καλό κάνεις παιδιά να παρακαλέσεις το Θεό να στα χαρίσει και να μη στα πάρει πίσω».

Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της γιαγιάς σαν θυμήθηκε το πρώτο της αγόρι, το Γιώργο, που έχασε από τύφο όταν ήταν μικρός.

«Ήταν ολόκληρο παλικαράκι. Ο παππούς από τότε δεν ξαναέπιασε το κλαρίνο. Και τι όμορφα που έπαιζε στα πανηγύρια σαν ήμασταν νέοι! Είναι ευαίσθητοι οι άντρες, τρομάρα τους, κι ας μη το δείχνουν. Πολύ του στοίχισε τότε και του παππού».

«Στα παιδιά σου να έχεις σφικτά τα λουριά, μη σου ξεφύγουν και γίνουν αζάτικα. Όχι όμως τόσο σφιχτά που να τα πνίγεις. Μία ξυδάτη, μια λαδάτη να το πας, και αγάπη και αυστηρότητα. Να σε σέβονται χωρίς να σε φοβούνται».

Πόσο φιλοσοφημένες ήταν αλήθεια οι κουβέντες της γιαγιάς. Οι συζητήσεις αυτές γίνονταν στα τέλη της δεκαετίες το ’80. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Άλλα τόσα έχουν μείνει ίδια και απαράλλαχτα. Η κοινωνία έχει εξελιχτεί μαζί με τις αντιλήψεις. Κάποιες από τις ορμήνιες της γιαγιάς είναι παρωχημένες και άλλες διαχρονικές. Κάποιες τις απέρριψα με τη μία, άλλες τις κράτησα και άλλες μακάρι να τις είχα κρατήσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μου τις έδωσε με πολλή αγάπη. ‘Έφυγε’ λίγα χρόνια μετά, αφήνοντάς μου την ευχή της.

Μακάρι να αξιωθώ να γίνω και εγώ γιαγιά, μια γιαγιά που θα λατρεύει τα εγγόνια της και θα τα ορμηνεύει με στοργή και διακριτικότητα όπως η γιαγιά μου η Κώσταινα.

Αναστασία Λαζαράκη 
Είμαι η Αναστασία ή Τέσσα που είναι το καλλιτεχνικό μου. Κουβαλάω πάνω από μισό αιώνα στους ώμους μου (τώρα καταλαβαίνω τον Άτλαντα!) αλλά η ψυχή μου δε λέει να ενηλικιωθεί. Είμαι εργαζόμενη μαμά (δύο παιδιά-δύο κουτάβια) και λατρεύω το διάβασμα και τη μαγειρική. 
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Η άνοδος της ασημαντότητας( αποσπάσματα)

Κορνήλιος Καστοριάδης
«ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΡΩΤΑΣ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»
«Για να είναι σε θέση οι άνθρωποι να ασχοληθούν με τα κοινά, θα πρέπει να έχουν λάβει την ανάλογη παιδεία. Όμως, η σύγχρονη παιδεία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με αυτό το αίτημα. Στο σχολείο, ουσιαστικά, παίρνουμε εξειδικευμένες γνώσεις. Πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για αληθινή εκπαιδευτική δραστηριότητα στο πολιτικό πεδίο. Κάτι τέτοιο, προϋποθέτει αλλαγή των θεσμών. Προϋποθέτει νέους θεσμούς που να επιτρέπουν -και όχι να αποτρέπουν, όπως οι σήμερον ισχύοντες- την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.

Το σχολείο θα έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως στραμμένο στα κοινά. Στο σχολείο θα έπρεπε να αναλύεται σε βάθος κάθε τι που αφορά τους οικονομικούς, τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς μηχανισμούς. Θα έπρεπε να υπάρχουν μαθήματα πραγματικής ανατομίας της σύγχρονης κοινωνίας. Αλλά τι λέω τώρα… Εδώ τα σχολεία είναι ανίκανα να διδάξουν ακόμη και Ιστορία. Τα παιδιά βαριούνται στο μάθημα της Ιστορίας, ένα μάθημα που θα έπρεπε να είναι συναρπαστικό.
Εάν κάποιος κάτι μαθαίνει μέσα στο σχολείο είναι διότι, διαδοχικά, έναν καθηγητή σε κάποια τάξη - και στο πανεπιστήμιο ακόμη - τον ερωτεύεται και τον ερωτεύεται διότι βλέπει ότι αυτός ο ίδιος ο καθηγητής είναι ερωτευμένος με αυτό που διδάσκει.Για να υπάρξει πραγματική εκπαίδευση με την αυστηρή έννοια του όρου υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: είναι ότι αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται αντικείμενο επένδυσης και πάθους και από τους εκπαιδευτές και από τους εκπαιδευόμενους και, για να το πω καθαρά, ότι αν δεν υπάρχει έρωτας μες στην εκπαίδευση δεν υπάρχει εκπαίδευση!

Λοιπόν, για να τα πω επίσης καθαρά και για να γίνω πλήρως απεχθής σ’ αυτούς που με ακούνε, σήμερα οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται με τις επαγγελματικές τους διεκδικήσεις, οι οικογένειες ασχολούνται με το να πάρει το παιδί ένα «χαρτί» και τα παιδιά ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός από την επένδυση των πραγμάτων που μαθαίνουν. Λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εκπαίδευση.
Ο μακαρίτης, ο καημένος ο Πλάτων έλεγε ήδη ότι ακόμα και οι τοίχοι της πόλης εκπαιδεύουν τους ανθρώπους και νομίζω ότι αυτό είναι μια τρομερά σημαντική και βαριά αλήθεια Θα έλεγα πρώτα-πρώτα ότι δεν μπορούμε να χωρίσουμε την εκπαίδευση από τη συνολική κοινωνική κατάσταση.

Η εκπαίδευση ενός ανθρώπου, η παιδεία ενός ανθρώπου αρχίζει από την ηλικία μηδέν και φτάνει ως την ηλικία ωμέγα, δηλαδή τη στιγμή που θα πεθάνει, συνεχώς διαμορφώνεται αυτός ο άνθρωπος. Διαμορφώνεται από τι; Διαμορφώνεται από όλα όσα προσλαμβάνει. Διαμορφώνεται από όλα όσα είναι γύρω του. Κάθε υπουργός παιδείας αλλάζει και κάθε χρόνο πάει και χειρότερα το πράγμα, γιατί; Γιατί δεν μπορούν να αλλάξουν, ούτε είναι ικανοί να σκεφτούν πού είναι το πραγματικό πρόβλημα.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι αυτός ο έρωτας των παιδιών για αυτόν που τους διδάσκει και γι’ αυτά τα οποία διδάσκει, του διδάσκοντος για τα παιδιά και γι’ αυτά που διδάσκει ο ίδιος και της οικογένειας, η οποία επενδύει όλα αυτά τα πράγματα. Για να υπάρξουν όλα αυτά πρέπει να υπάρξει μια άλλη στάση απέναντι στη ζωή και στη γνώση και όχι απλώς η στάση ότι πηγαίνουμε στο σχολείο για να πάρουμε το καλύτερο δυνατό ‘χαρτί’ που θα μας κάνει μετά να έχουμε το καλύτερο δυνατό επάγγελμα ή να μας κάνει να βγάλουμε τα περισσότερα δυνατά λεφτά. 

Όσο υπάρχει αυτή η νοοτροπία, θα υπάρχει μια συνεχής χειροτέρευση, όπως τη βλέπουμε και σε χώρες όχι σαν την Ελλάδα, αλλά σε μια χώρα όπως η Γαλλία, που έχει τεράστιες ισχυρές παραδοσιακές δομές από δέκα αιώνες και ιδίως στο θέμα της εκπαίδευσης, όπου βλέπει κανείς τη συνεχή φθορά των Λυκείων, των Γυμνασίων, εκεί πέρα και των εκπαιδευτικών και των μαθημάτων που διδάσκονται και των παιδιών και των οικογενειών. Και αυτό είναι όλο το κοινωνικοϊστορικό ρεύμα.
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Η δύναμη του να λέμε “έναν καλό λόγο”, χωρίς λόγο


Όταν «λέω καλά λόγια» στους άλλους, το μυαλό μου γεννά φωτεινές σκέψεις και η καρδιά μου καλλιεργεί ζεστά συναισθήματα.

Έτσι ο πρώτος που ωφελείται είμαι εγώ!

Μου είναι αδύνατον να υπολογίσω τις επιπτώσεις που έχει αυτή η πρακτική στους άλλους· αλλά ακόμα κι αν αποδεικνυόταν ότι δεν έχει κάποιο όφελος για αυτούς (κάτι που διαψεύδεται από πολλές μελέτες – για παράδειγμα, σε σχέση με τη δύναμη της προσευχής από απόσταση), το αποτέλεσμα που έχει πάνω μου είναι πολύ πειστικό και αρκεί από μόνο του για να με παρακινήσει να συνεχίσω.


Σας καλώ λοιπόν να κάνετε σκόπιμα μια δοκιμή. Βγείτε από το σπίτι σας και κάντε μια βόλτα για δέκα λεπτά, με μοναδικό σκοπό να απευθύνετε σιωπηρά τα καλά σας λόγια σε κάθε άτομο που συναντάτε. Δοκιμάστε το και δείτε πώς θα αισθάνεστε όταν γυρίσετε. Μην πιστεύετε ούτε τον Pierre ούτε εμένα: αξιοποιήστε εσείς οι ίδιοι αυτό το εργαλείο και ελέγξτε την αποτελεσματικότητά του!


 
Μήπως θέλετε όμως και κάτι πιο τολμηρό, πιο προκλητικό;


Μπορείτε να εφαρμόσετε την απλή τέχνη του καλού λόγου για μία εβδομάδα, από το πρωί ως το βράδυ, σε όποιο περιβάλλον βρίσκεστε και με όποιους ανθρώπους είναι γύρω σας.

Μην το πείτε σε κανέναν. Θα είναι το μυστικό σας, η κρυφή εξάσκησή σας. Αγοράζοντας το ψωμί σας το πρωί, πείτε έναν καλό λόγο στο φούρναρη. Στο λεωφορείο ή στο μετρό, σκεφτείτε κάτι καλό για τους γύρω σας. Στη δουλειά, στο τηλέφωνο, σε όλες τις συναλλαγές, πείτε έναν καλό λόγο στα άτομα με τα οποία έρχεστε σε επαφή. Στο σπίτι, εμποτίστε τη ματιά και τις χειρονομίες σας προς τα αγαπημένα σας πρόσωπα με πολλά καλά λόγια!


Στη συνέχεια κάντε τον απολογισμό. Τι άλλαξε μέσα σας, στη ζωή σας και στο περιβάλλον σας;

Καλός λόγος είναι το αντίθετο της κατάρας. Στην κοινωνία μας, όπου είναι τόσο συνηθισμένο να κάνουμε κουτσομπολιά, να ασχολούμαστε με φήμες, να κακολογούμε, ακόμα και να συκοφαντούμε – τόσο συνηθισμένο που, για να πούμε την αλήθεια, δεν μας εκπλήσσει πλέον το δηλητήριο που υπάρχει στις σχέσεις μας -, μπορούμε να προτάξουμε ένα αντίδοτο ενάντια σε όλες αυτές τις κατάρες πολλαπλασιάζοντας τα καλά λόγια σιωπηρά, με τον τρόπο που μας ταιριάζει.


Ο καλός λόγος μοιάζει με την επανάληψη ενός μάντρα, όπως αυτά που η διάδοση των ανατολικών θρησκειών έκαναν πολύ δημοφιλή: το βουδιστικό Om mano padme hum, το ινδουιστικό Om nama Shivaya κ.α.

Πράγματι, η επανάληψη ενός μάντρα, εκατοντάδες ή χιλιάδες φορές τη μέρα, είναι ένας τρόπος για να δώσουμε τροφή στη σκέψη και στην καρδιά μας, να τις χρησιμοποιούμε για το καλό, να τις κάνουμε να υπηρετούν κάτι θετικό, αντί να τους επιτρέπουμε να αναμασούν οποιεσδήποτε σκέψεις και οποιαδήποτε συναισθήματα.


Γιατί λοιπόν να μην ασκήσετε την τέχνη του καλού λόγου για λίγο;

Στοιχηματίζω ότι θα εκπλαγείτε από τις αλλαγές που ένα τόσο απλό εργαλείο μπορεί να επιφέρει στη ζωή και στις σχέσεις σας!

Απόσπασμα από το βιβλίο του Olivier Clerc «Νίκησε την (Αυτο)κριτική!» από τις εκδόσεις Πεδίο



Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Πίτα, η διατροφική πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας

Οι πίτες όπως πραγματικά παρασκευάζονται σε κάθε τόπο σε μία έκδοση / έρευνα της Διεύθυνσης Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος & Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού!


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΤΑ



Η πίτα είναι το φαγητό της ανάγκης, το (σχετικά) γρήγορο στην παρασκευή φαγητό, το φαγητό που μπορείς να πάρεις έξω από το σπίτι και να το καταναλώσεις εύκολα στον χώρο της δουλειάς, στο χωράφι. Είναι επίσης η βασίλισσα της «κουζίνας των φτωχών», μέσα σε αυτήν μπορούν να ενσωματωθούν όλα τα υπόλοιπα από προηγούμενα γεύματα.

Τίποτα δεν πετιέται άλλα γίνεται μια νέα νοστιμιά. Είναι όμως και το φαγητό της γιορτής, της ξεχωριστής περίστασης που θέλουμε να μοιραστούμε με τους άλλους γύρω μας.Η πίτα διπλώνεται και αγκαλιάζει το περιεχόμενο της. Και αυτό έχει νοηματοδοτηθεί συμβολικά: η πίτα ενώνει τους ανθρώπους που την μοιράζονται στις ιδιαιτέρες εθιμικές περιστάσεις και ταυτόχρονα υποδηλώνει την ευχή για σταθερή ένωση μέσα στο δίπλωμα της,

Η μικρή αυτή καταγραφή από πίτες « διπλώνεται» γύρω από τις αφηγήσεις όσων μας τις έδωσαν και ταυτόχρονα μας είπαν πότε και για ποιον λόγο τις φτιάχνουν και τις καταναλώνουν. Ο Γιάννης Ν.Δρίνης, Λαογράφος, παρότρυνε όσους έδωσαν τις οικογενειακές τους συνταγές να μοιραστούν και τα κοινωνικά και τελετουργικά συμφραζόμενα της παρασκευής και καταναλωσής τους.

                             

ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ


Η Μεσογειακή Δίαιτα αναγνωρίστηκε ως στοιχείο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας από την UNESCO, το 2010 αρχικά και το 2013 με τη διεύρυνσή του.Η εγγραφή έγινε από επτά χώρες της μεσογειακής λεκάνης,την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, το Μαρόκο, την Κύπρο,την Κροατία και την Πορτογαλία. «Η Μεσογειακή Δίαιτα, έτσι όπως μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και ιδιαίτερα μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον, παρέχει την αίσθηση του “ανήκειν”, αλλά και του μοιράσματος σε αυτούς που ζουν γύρω από τη μεσογειακή λεκάνη. Συνιστά ένα στοιχείο της ταυτότητάς τους, και συγκροτεί έναν χώρο διαλόγου και συμμετοχής».

Η κ. Θεοδώρα φτιάχνει τη γαλόπιτα,
χωρίς να υπολογίζει την ποσότητα και
τις δόσεις των υλικών με... ζυγαριά ακριβείας,
 αλλά, όπως λέει χαρακτηριστικά,
 «με το μάτι».
 

Με αυτή την πυκνή διατύπωση, η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003) αναγνώρισε ότι η Μεσογειακή Δίαιτα είναι ένα πολύσημο και πολυδιάστατο στοιχείο του πολιτισμού των χωρών που βρέχονται από τα νερά της Μεσογείου. Η Μεσογειακή Δίαιτα έχει πολλές όψεις, πολλές πλευρές τόσο στην πολιτισμική της διάσταση, όσο και στη γεωργική της διάσταση (παραγωγή και επεξεργασία των τροφών), αλλά και στην ιατρική (συμβολή της στη διατήρηση της δημόσιας υγείας). Αυτές οι διαστάσεις (πολιτισμική, οικονομική, ιατρική) συνιστούν μια ακόμη τριάδα που λειτουργεί παράλληλα με τη λεγόμενη «μεσογειακή διατροφική τριάδα», το λάδι, το ψωμί και το κρασί,τα βασικά δηλαδή της διατροφής μας. Και οι τρεις τροφές έχουν ισχυρές συμβολικές συμπαραδηλώσεις και τελετουργικές χρήσεις.
Διατροφική Πολιτιστική Κληρονομιά της Ελλάδας,
 η πίτα
Culinary Cultural Heritage of Greece,
the pie



Περιεχομενα
Εισαγωγή
Πίτες και Μεσογειακή Δίαιτα 8
Πίτες από τη Θράκη 14
Βλάχικη πίτα Δυτικής Μακεδονίας 24
Μανιταρόπιτα από το Ζαγόρι 32
Κερκυραϊκή αυγόπιτα 38
Με αφορμή μια πίτα
ο θεσσαλικός πλαστός 44
χορτόπιτα από
την Αιτωλοακαρνανία 50
Μαμαλίγκα απο τη Λαμία 56
ή φανουρόπιτα στο Γαλαξείδι 62
Μπουμπάρι και μουσιούντα
από τα Μέγαρα 66
Κορκοφίγκι και γαλόπιτα
απο την Πελοπόννησο 74
Κολοκυθοπίτα από τη μεσσηνια 80
χορτόπιτα με χόρτα του Βουνού
απο το αιγαιο 82
Οι πίτες στις Κυκλάδες 88
Λαδένια από τη Μήλο 100
Οι πίτες στην Κρητική Διατροφή 104

CONTENTS
INTRODUCTIONPIES AND MEDITERRANEAN DIET 
9
PIES FROM THRACE 
15
 WESTERN MACEDONIA VLACH PIE 
25
MUSHROOM PIE FROM ZAGORI 
33
CORFIOT EGG PIE 
39
ON THE OCCASION OF A PIETHE THESSALIAN PLASTOS 
45
GREENS PIEFROM AITOLOAKARNANIA REGION 
51
MAMALIGKA FROM LAMIA  
57 
FANOUROPITA FROM GALAXIDI 
63
BUBARI AND MOUSIOUNTAFROM MEGARA  
67 
KORKOFIGKI AND GALOPITAFROM THE PELOPONNESE 
75
PUMPKIN PIE FROM MESSINIA  
81
PIE WITH WILD MOUNTAIN GREENSFROM THE AEGEAN ISLANDS 
83
PIES FROM THE CYCLADIC ISLANDS 
89
LADENIA FROM MILOS ISLAND 
101
PIES IN THE CRETAN DIET 
105

Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

Από τον Ζήκο στα Νεομπακάλικα

Παντοπωλείο < παντοπωλεῖον (λέξη της μεταγενέστερης ελληνικής για την αγορά που χρησιμοποιήθηκε με σκοπό να αντικαταστήσει την τουρκικής προέλευσης μπακάλικο) < παντοπώλιον: Το κατάστημα στο οποίο μπορεί κάποιος να βρει τα βασικά είδη για τις ανάγκες ενός νοικοκυριού, όπως τρόφιμα, απορρυπαντικά και γενικά είδη οικιακής χρήσης. 

 Παλιότερα τα παντοπωλεία ήταν όπως οι ενορίες. Κάθε περιοχή είχε και το δικό της μπακάλη, από όπου ψώνιζε όλη η συνοικία. Οι ταμπέλες έγραφαν «ΕΔΩΔΙΜΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ» αλλά όλοι τα ήξεραν με το όνομα του ιδιοκτήτη. ‘’Πετάξου στον κυρ-Στέφανο για λίγα δράμια φέτα, ζαμπόν, 3 σοκολάτες και την μαρμελάδα την ακριβή…’’, αν είχες. Αν δεν είχες, έλεγες στον κυρ-Στέφανο, κάπως χαμηλόφωνα, να σου βάλει τον πελτέ τον φτηνό. 
Από τις πόρτες του περνούσε καθημερινά όλη η γειτονιά με το ζεμπίλι στα χέρια για να ψωνίσει σε οκάδες και δράμια. Ή για να πιεί ένα τσίπουρο στα γρήγορα με τον απαραίτητο συνοδευτικό μεζέ. Παραγγελίες πήγαιναν και έρχονταν φωναχτά και όλοι ήξεραν τι φαγητό θα μαγειρέψεις αύριο, ποιος περιμένει καλεσμένο, ποιος έχει χαρές και ποιος «στενέματα». Γράφτα κυρ-Στέφανε. Κι έτσι ο μπακάλης αποτελούσε εξέχουσα προσωπικότητα της τοπικής κοινωνίας. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί στα χέρια του κρατούσε το φοβερό και τρομερό μπακαλοτέφτερο. 
 Η ΕΒΓΑ της γειτονιάς 

Μετά περάσαμε στα εβγατζίδικα, η ΕΒΓΑ της γειτονιάς, από την εταιρία που μονοπωλούσε το εμπόριο γαλακτοκομικών της εποχής. Και ο μπακάλης μάθαινε, όχι μόνο τα νέα, αλλά και τα μυστικά όλων, καθώς είχε στο μαγαζί του το μοναδικό τηλέφωνο της γειτονιάς. 
Ο μπακάλης ήξερε τα νέα σου πριν από σένα. Εσύ περιοριζόσουν στα παλιά νέα από τις εφημερίδες που χρησιμοποιούσε για περιτύλιγμα, προσφορά του καταστήματος. Μέχρι που ήρθαν τα σούπερ μάρκετ και ο κόσμος, που δεν ψώνιζε πια σε οκάδες και δράμια, ήθελε να ψωνίζει μόνος του, να διαλέγει μόνος του, να μην ακούει κανείς τι ψωνίζει. Η ιδιωτικότητα. 

Το μπακαλοτέφτερο ήταν εντελώς μπανάλ κι εμείς ήμασταν πια σύγχρονοι ευρωπαίοι που δε χρωστάνε στον μπακάλη τους. 
Το μόνο που έμεινε στις γειτονιές να θυμίζει λίγο τα παλιά μπακάλικα ήταν τα ψιλικατζίδικα αλλά κι αυτά με τον καιρό μετατράπηκαν σε καπνοπωλεία και «Μίνι μάρκετ». 
Και τα “εδώδιμα αποικιακά” βρήκαν στέγη στα μοντέρνα και φανταχτερά delicatessen, που μπορεί να μας έφερναν διατροφικούς θησαυρούς από όλον τον κόσμο, αλλά όχι από δύο νομούς πιο δίπλα. 
Ελάχιστα μπακάλικα κατάφεραν να επιβιώσουν για να μας θυμίζουν κάτι από την παλιά ζωή των πόλεων. 

 Και ξαφνικά κάτι άλλαξε. 
Οι απανωτές διατροφικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών και η ευαισθητοποίηση του κόσμου γύρω από θέματα διατροφής, δημιούργησαν την ανάγκη να στραφούμε στο παλιό παραδοσιακό και τοπικό.
 Γιατί καλό το camembert και ο σολομός Νορβηγίας αλλά ας δοκιμάσουμε λίγο λαδοτύρι Μυτιλήνης και Αυγοτάραχο Μεσολογγίου.
 Έτσι άρχισαν να ξεπροβάλλουν καταστήματα με τρόφιμα από κάθε γωνιά της Ελλάδας, από μικρούς παραγωγούς όλης της χώρας. Αλίπαστα από τη Λέρο, αυγοτάραχο από τις μπάφες του Μεσολογγίου, ντολμαδάκια Χαλκιδικής, ακόμα και μέλι από την Τζιά. Σημαντική συμβολή έχει, φυσικά, η στροφή των ελληνικών επιχειρήσεων προς τη δημιουργία ποιοτικών προϊόντων. 

Προϊόντα που συνδυάζονται πλέον και με ποιοτικές υπηρεσίες, όπως packaging, marketing, συστήματα πιστοποίησης, ονομασία προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης κλπ.

 Από την άλλη, ήρθε όλο αυτό σε μια εποχή που αρχίσαμε σιγά σιγά ως κοινωνία να αποβάλλουμε την ξενομανία που μας χαρακτήριζε (ίσως και να μας βασάνιζε) τις προηγούμενες δεκαετίες. 
Η πεποίθηση ότι στην Ευρώπη τα πράγματα γίνονται πάντα καλύτερα και οτιδήποτε ξένο είναι αυτομάτως πιο ποιοτικό, άρχισε να αποδομείται, μέχρι που στις ημέρες μας εκτιμούμε πραγματικά την ανώτερη ποιότητα πολλών ελληνικών προϊόντων. 
Οι λίγοι πρωτοπόροι στην αρχή που πίστεψαν και επένδυσαν σ αυτό, με τον καιρό έγιναν περισσότεροι, για να γίνουν τελικά πολλοί όταν το καταναλωτικό κοινό άρχισε να τα ζητάει και να τα προτιμά. 
 

Τα μικρά μαγαζάκια ξεπροβάλουν πια σε κάθε περιοχή προσπαθώντας να χωρέσουν όλες τις γεύσεις της Ελλάδας σε λίγα τετραγωνικά. Και τι τετραγωνικά! Εντελώς λιμπιστικά!
 Οι θησαυροί της ελληνικής γης άρχισαν να μπαίνουν στην καθημερινότητα μας, στο σπίτι μας και στο καθημερινό μας τραπέζι.
 Και εμείς αρχίσαμε να γνωρίζουμε καλύτερα τον τόπο μας. 
Γιατί ο ΤΟΠΟΣ μας δεν είναι μόνο όσα μπορεί να δει το μάτι μας. Είναι όσα μπορούμε να αντιληφθούμε με όλες μας τις αισθήσεις. 
Είναι οι μυρωδιές, οι γεύσεις, τα ακούσματα. Και πιο πολύ απ’ όλα είναι η αγάπη και η φροντίδα των ανθρώπων γι’ αυτό που κάνουν και που φτάνει σε εμάς μέσω των προϊόντων τους. 
 Όλα ίδια; Μπορεί να δείχνουν ίδια αλλά τα σύγχρονα μπακάλικα λίγη σχέση έχουν με τα παλιά. 

Ο ίδιος ο μπακάλης σήμερα είναι ένας άνθρωπος ενημερωμένος, με σπουδές, έχει ταξιδέψει, έχει ψάξει, έχει γνωρίσει πράγματα και αυτές τις γνώσεις τις μεταφέρει στους πελάτες του. Μπορεί να σου πει από την ιστορία που κρύβει το κάθε προϊόν μέχρι και συνταγή για να το φτιάξεις.
 Τα σύγχρονα μπακάλικα δεν είναι μικρά απρόσωπα σούπερ μάρκετ. 
Είναι ένας χώρος που θα πας, θα δεις, θα ρωτήσεις, θα μάθεις. Και θα ξαναπάς για να πεις τις εντυπώσεις σου από αυτό που αγόρασες την προηγούμενη μέρα.
 Όσο για την ύπαρξη ή μη του σύγχρονου μπακαλοτέφτερου, δυστυχώς δεν έχουμε καμία ενημέρωση για να σας τη μεταφέρουμε. Βλέπετε ο σύγχρονος μπακάλης είναι και εχέμυθος. 


 


Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Γαστρονόμος: Γαλακτοκομικά «Καρυάς» - Άνοιξε δεύτερο κατάστημα στην Καισαριανή




Το βραβευμένο από τον Γαστρονόμο τυροκομείο εγκαινίασε ένα δεύτερο, ολοκαίνουριο κατάστημα στην Καισαριανή με έμφαση σε εκλεκτά προϊόντα από μικρούς παραγωγούς της Αργολίδας -και όχι μόνο.
   Το μικροσκοπικό «Τυροπωλείο Καρυάς» στον Βύρωνα, βραβευμένο από τον Γαστρονόμο για τις φέτες και τις γραβιέρες του, απέκτησε αδερφάκι, ένα ολοκαίνουριο τυροπωλείο-παντοπωλείο στην Καισαριανή, σε ιδιόκτητο χώρο, που άνοιξε τις πόρτες του την περασμένη Πέμπτη. 

Εδώ συγκεντρώθηκαν και απλώθηκαν με άνεση τα μεγάλα κεφάλια γραβιέρας, τα ανθότυρα, οι φέτες (μεταξύ αυτών και η αγαπημένη μου απολαυστική αλοιφωτή μαλακή φέτα του τυροκομείου, βουτυράτη στην υφή, πιπεράτη και πικάντικη στη γλώσσα, σκέτη απόλαυση), όλα
πρόβεια, με νοστιμιά πυκνή που σου μένει για καιρό στη γευστική μνήμη.


Οι τέσσερις γιοι του πατρός τυροκόμου Θεοδόση Μαυρόγιαννη συνεχίζουν επάξια το έργο του, έκαστος στον τομέα του, αναβαθμίζοντας την μικρή οικογενειακή επιχείρηση.
     
Μαζί με τα θαυμαστά τυριά τους, τα αδέρφια Μαυρόγιαννη έχουν κάνει μια προσεκτική επιλογή και άλλων παραδοσιακών προϊόντων, στην πλειοψηφία τους από την ιδιαίτερη πατρίδα τους Αργολίδα, όπου βρίσκεται και το οικογενειακό τυροκομείο που διαφεντεύει ο πατέρας. 

Στο νέο μαγαζί, φωτεινό, ευρύχωρο, καλοφτιαγμένο και όμορφο, βρίσκεις καλούδια κυρίως αργολικά: τη φρέσκια μπίρα Ζέος από τον Ίναχο, το μέλι Βανίλια Ελάτης Μαινάλου από τον παραγωγό Γρηγόρη Μπαβέλα, τα κρασιά Φράγκου από το Μαλαντρένι, το ελαιόλαδο από τους οικογενειακούς ελαιώνες της οικογένειας Μαυρόγιαννη, αλεύρι από τους Μύλους Μαυρόγιαννη (απλή συνωνυμία με το τυροκομείο) στο Νέο Ηραίο Αργους και τους Μύλους Μπόγρη από τη Βοιωτία, γίδινο και αγελαδινό γάλα από Το Γάλα του Μοριά στο Κεφαλάρι Άργους, γλυκά κουταλιού και μαρμελάδες από την οικοτεχνία Mastos Nature στην Πρόσυμνα Αργολίδας, χυλοπίτες και τραχανάδες από το εργαστήρι ζυμαρικών Πεθεριώτη στο Άργος. Στο μαγαζί ωστόσο υπάρχουν και επιλεγμένα προϊόντα και από την υπόλοιπη Ελλάδα, όπως τα όσπρια του Συνεταιρισμού Φασολοπαραγωγών Πρεσπών «Πελεκάνος», τα παξιμάδια Φούρνος Μονεμβασίτη από το Γύθειο, οι χαλβάδες και ταχίνι του Τασελαρίδη από την Ξάνθη, χειροποίητες κατεψυγμένες πίτες από τα Ψαχνά Εύβοιας, αλλαντικά του Δαγρέ στην Τρίπολη, φύλλα περέκ γιαννιτσιώτικα και πολλά-πολλά ακόμη καλούδια. «Ο κόσμος εδώ έρχεται από τη γύρω περιοχή, με τα πόδια», λέει ο ένας εκ των υιών, ο Επαμεινώνδας. «Είναι γειτονιά», συμπληρώνει. Γειτονιά τυχερή, συμπληρώνω κι εγώ.

Κείμενο:
Βιβή
 
Κωνσταντινίδου



Γαλακτοκομικά Καρυάς – Θ. Μαυρόγιαννης: Φορμίωνος 129, Καισαριανή, Τ/211-11.61.818 & Μυσίας 37 & Καραολή-Δημητρίου, Βύρωνας, 213-04.09.474


Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Ευλογημένη να ‘ναι η αμφιβολία!


Σας συμβουλεύω να τιμάτε χαρούμενα και προσεχτικά εκείνον

που το λόγο σας ξετάζει σαν κάλπικη μονέδα!

Άμποτε να ‘σαστε συνετοί και να μη δίνετε το λόγο σας με σιγουριά πάρα πολλή.

Την ιστορία διαβάστε και θα δείτε την ξέφρενη φυγή ανίκητων στρατών.

Παντού κάστρα απάτητα κυριεύονται 

και της Αρμάδας τα καράβια, που ήταν αμέτρητα σαν έκανε πανιά, στο γυρισμό εύκολα τα μετρούσες.

Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος στην απάτητη βουνοκορφή

κι ένα πλεούμενο έφτασε στην άκρη της απέραντης της θάλασσας.

Α!, όμορφο που ‘ναι το κούνημα του κεφαλιού για τις «ατράνταχτες» αλήθειες!

Α!, θαρρετή που ‘ναι η φροντίδα του γιατρού για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει!

Μα απ’ όλες τις αμφιβολίες ομορφότερη είναι, σαν οι φοβισμένοι αδύναμοι 

σηκώνουν το κεφάλι και παύουν να πιστεύουν στων τυράννων τους τη δύναμη!

Α!, με πόσο κόπο καταχτήθηκε κείνο το σοφό αξίωμα!

Πόσες θυσίες κόστισε!

Πόσο δύσκολο στάθηκε να βρεθεί πως τα πράγματα ήταν έτσι κι όχι αλλιώς!

Με στεναγμό ανακούφισης το ‘γράψε ένας άνθρωπος μια μέρα στης Γνώσης το βιβλίο.  

Καιρό πολύ έμεινε χαραγμένο εκεί μέσα και γενιές ολόκληρες ζήσανε μαζί του, το βλεπαν

σαν αλήθεια αιώνια κι όσοι το ξέρανε καταφρονούσαν όσους τ’ αγνοούσαν.

Μα κάποτε, μια υποψία μπορεί να γεννηθεί, γιατί μια καινούρια εμπειρία τραντάζει το ατράνταχτο αξίωμα.

 Ξυπνάει ή αμφιβολία.

Και μιαν άλλη μέρα ένας άλλος άνθρωπος στοχαστικά σβήνει απ’ το βιβλίο της Γνώσης το αξίωμα με μια μονοκοντυλιά.


Ενώ διαταγές τον ξεκουφαίνουν, ενώ τον εξετάζουν για τις φυσικές του ικανότητες γιατροί μουσάτοι, ενώ τον επι­θεωρούν

λαμπερά υποκείμενα με χρυσά γαλόνια, ενώ τον κατηχούνε πανηγυριώτικοι παπάδες που του τριβελίζουνε τ’ αυτιά μ’ ένα βιβλίο γραμμένο απ’ το θεό τον ίδιο ενώ τον δασκαλεύουν ανελέητοι δάσκαλοι, 

 ό φτωχός ακούει να του λένε πώς ό κόσμος μας είναι ό καλύτερος των κόσμων

και πως την τρύπα στη σκεπή της κάμαράς του την έχει σχεδιάσει ο θεός αυτο­προσώπως.

 Αληθινά, του είναι δύσκολο πολύ ν’ αμφιβάλει για τον κόσμο τούτο.

Ιδρωκοπάει ο άνθρωπος χτίζοντας σπίτι όπου ποτέ του δε θα κατοικήσει.

Μα δεν ιδρωκοπάει λιγότερο κι οποίος δικό του χτίζει σπίτι.


Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν.

Η χώνεψη τους είναι άψογη, κι η κρίση τους αλάθευτη.

Δεν πιστεύουν στα γεγονότα, πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους.

 Αν χρειαστεί πρέπει αυτούς τα γεγονότα να πιστέψουν. 

Είναι απέραντα υπομονετικοί — με τον εαυτό τους. 

 Τα επιχειρήματα τ’ακούνε με αυτί σπιούνου.

Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν, συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν ορούνε. Τούτοι αμφιβάλλουν όχ ι για να πάρουν μιαν απόφαση, αλλά για να μην πάρουν απόφαση καμιά.

Τα κεφάλια τους τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε.

Με σκοτισμένο πρόσωπο ειδοποιούν τούς επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν,

 πως το νερό είν’ επικίνδυνο.

 Κάτω απ’ του δήμιου το μπαλτά αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.

Μουρμουρίζουν σκεφτικά πως «το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα», και πηγαίνουνε να πέσουν.

Μοναδική τους δράση, ο δισταγμός.

Αγαπητή τους φράση : «Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση».

Γι’ αυτό, αν παινεύεις την αμφιβολία μην παινέψεις

την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!

Τι ωφελεί ή αμφιβολία εκείνον που δε μπορεί ν’ αποφασίσει;

Μπορεί να πράξει λάθος όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει.

 Μα οποίος πάρα πολλούς γυρεύει, μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.

Εσύ, που είσαι αρχηγός, μην ξεχνάς 

πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι’ άλλους αρχηγούς!

Aσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι!

 
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, Εγκώμιο στην Αμφιβολία (1936). Eκδόσεις Θεμέλιο, ε' εκδοση
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Δημήτρης Λιαντίνης: Η 25η Μαρτίου


Γιορτάζει σήμερα η πατρίδα. Γιορτάζει τη μεγάλη γιορτή. Μέσα από τη γη, τη φτωχή και ακριβοχώματη γη, τινάζεται και ανεβαίνει στο φως, πλεγμένη και πνιγμένη στο αστερόφωτο ποτάμι της αφθαρσίας η μορφή της φυλής μας. Η φυλή μας που την έθρεψαν τα οράματα, τη στεφάνωνε κάθε φορά η αιματόχρωμη μαρμαρυγή της δύσης και τη λίκνιζε πάλι με χρόνια και καιρούς η ανάσταση και η ανατολή.

Γιορτάζει σήμερα η πατρίδα. Παιχνιδίζει μέσα στην αγκαλιά και τη μοσκοβόλια της ελληνικής άνοιξης η δόξα με το θρήνο, η ελπίδα και η σφαγή και η θυσία. Ανασαλεύουν και ροδαμίζουν στις βραγιές και τα διάσελα μαρμαρωμένοι και αχάλαστοι πόθοι.

Μορφές και σκιές και γιγάντια β2ήματα, ήρωες και διδάχοι και ψάλτες, βουερή λιτανεία και πομπή. Τινάζουν τις πλάκες των τάφων και εγείρονται, ξεφράζουν τις μπασιές και την έξοδο της γαλήνιας κοιλάδας που μέσα αναπαύονται και ορμάνε στην απάνου γης. Αντρειωμένο χορό ορδινιάζουν και τραγούδι βαθυνόητα πλημμυρίζει τη χώρα. Αστράφτει βαθιά στον ορίζοντα και ακούγεται αλάργα ο κρότος και ο βόγγος. Οργάνων κλαγγή, θριάμβου αντάρα, λαβωμένου κατάρα, πολέμαρχου διαταγή.

Είναι το 21. Ο Φλέσσας στο Μανιάκι, ο Διάκος στο Ζητούνι, στο Καρπενήσι ο Μάρκος, και στ’ αγιωργιού τη γιορτή και τη χάρη τής καλόγριας ο γιος που ξεψυχάει. Είναι η φουστανέλα και το αρματολίκι. Ο Σαμουήλης στο Κούγκι, ο Κατσαντώνης στο σφυρί και στο αμόνι, η Φροσύνη στη λίμνη, η Μπουμπουλίνα στα κύματα, ο Δυσσέας στη φυλακή. Είναι το Μεσολόγγι. Το ψηλό αλωνάκι με το πικραμένο και ανάρματο Σουλιώτη, η πείνα η γύμνια η ζωή που μαραίνεται στην αθάνατη φρεσκάδα της άνοιξης.

Αγαπητοί μου μαθηταί, ελληνόπουλα: Πριν από 150 χρόνια ελευθερώθηκε η πατρίδα από τη σκλαβιά. Μια φοβερή σκλαβιά γιομάτη φρίκη και τρομάρα. Όλη η πατρίδα μας τότε έμοιαζε με σκοτεινή, θλιμμένη και αγέλαστη νύχτα. Αν ζούσαμε θα ακούγαμε παντού ένα πνιχτό, πικρό παραπονεμένο μοιρολόι. Οι πρόγονοί μας, οι παππούδες μας δεν είχαν τίποτα δικό τους. Ούτε σπίτια, ούτε χωράφια, ούτε παιδιά, ούτε σχολεία, ούτε νόμους. Όλα ανήκαν στους Τούρκους, τους κατακτητές και τους τυράννους.

Έσφαζαν, σκότωναν, έκαιγαν, φυλάκιζαν, έκοβαν δέντρα, γκρέμιζαν τα βουνά και στέρευαν τα ποτάμια. Νόμιζε κανείς ότι του Θεού η κατάρα είχε απλωθεί στη γαλάζια πατρίδα μας. Αυτή η δυστυχία βάσταξε 400 ολόκληρα χρόνια. Οσόπου ένα πρωί ξεσηκώθηκε ο λαός μας, άρπαξε όπλα, δρεπάνια, ξύλα, σίδερα και ό,τι άλλο είχε, σήκωσε τα μάτια ψηλά στον ουρανό, καταπρόσωπα στου Θεού το θρόνο και ξεστόμισε ένα φοβερό όρκο: Ή να διώξουν τον τύραννο ή να πεθάνουν όλοι. Έτσι άρχισε ο σηκωμός. Ο μεγάλος αγώνας. Χύθηκε τότε ποτάμι το αίμα, κι ύστερα από χρόνια πολλά έριξαν οι πρόγονοί μας τους τυράννους στη θάλασσα και ελευθέρωσαν τη χώρα από τα θεριά.

Από τότε λάμπει ο ήλιος, λουλουδίζει η άνοιξη, γερανίζουν τα κύματα, κελαηδούν τα πουλιά στα ρέματα και κάθε Απρίλη γιορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού. Ελεύθεροι πια, τιμημένοι και περήφανοι. Δίκαια λοιπόν σήμερα στρέφουμε τη μνήμη, τη σκέψη μας πίσω στο μεγάλο και σημαδιακό κείνο σταθμό της ιστορίας μας να τιμήσουμε και να δοξάσουμε τους σεμνούς αγωνιστές, που άλλαξαν την πορεία και τη μοίρα της φυλής μας. Να τους δοξάσουμε και να τους τιμήσουμε και να τους δώσουμε την υπόσχεση ότι ακολουθούμε τα βήματά τους και τον αιώνιο δρόμο, που ασάλευτοι εκείνοι από τότε μας δείχνουν.

Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Τσομπανάκος ήμουνα...




Τα παλαιότερα χρόνια  ένας μαθητής αν δεν έπαιρνε τα γράμματα του λέγανε εσύ να γίνεις τσοπάνος, αυτό το λέγανε για να υποβαθμίζουν και νά απαξιώσουν τη δουλειά του τσοπανου κάποιοι δήθεν πολιτισμένοι και ανεβασμένοι άνθρωποι.
Οι δύστυχοι δεν γνώριζαν πως αυτή η δουλειά είναι η πρώτη που έκανε ο προϊστορικός άνθρωπος όταν άρχισε να εξημερώνει ζώα για της ανάγκες τού.

Χαρη σε αυτή την δουλειά ο άνθρωπος βγήκε από της σπηλιές και άρχισε να δημιουργεί πολιτισμο , να εξασφαλίζει επί αιώνες τροφή κρέας γαλακτοκομικά προϊόντα, από το μαλλί των ζώων ρουχισμό κουβέρτες για το σπίτι χαλιά υποδήματα.
Η δουλειά του κτηνοτρόφου είναι δύσκολη και απαιτητική και μόνο οι ικανοί τα βγάζουν πέρα, στα έπη του Ομήρου το επάγγελμα του κτηνοτρόφου κατέχει σημαντική θέση και περηφάνια, ακόμα και για τους βασιλιάδες που έχουν πολλά κοπάδια.
Σεβασμός λοιπόν σε αυτό πανάρχαιο επάγγελμα, και στους ανθρώπους που ζουν από αυτό, γιατί χάρη σε  αυτούς εμείς έχουμε έτοιμα προϊόντα στο σπίτι μας και ζούμε μια άνετη ζωή.
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Η αλήθεια του βίου μας

«Ακούω ότι το μεγαλύτερο σήμερα πρόβλημα των νέων μας είναι η ανεργία.
Διαφωνώ.
 Εδώ και τριάντα χρόνια είναι η… εργασία. Ο νέος δε φοβάται την αναδουλειά, φοβάται τη δουλειά. 


Μια οικογενειακή αντίληψη, ότι δουλειά είναι ό,τι δεν λερώνει, επεκτάθηκε και στο νέο-σουσουδιστικό σχολείο με ευθύνη των κομμάτων, που για λόγους ψηφοθηρίας απεδύθησαν σε μια χυδαία πολιτική παιδοκολακείας, η οποία μετά τη δικτατορία εξέθρεψε και διαμόρφωσε δύο γενιές «κουλοχέρηδων»… παιδιών δηλαδή που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους -πέρα από τη μούντζα- για καμιά εργασία από αυτές που ονομάζονται χειρωνακτικές, επειδή -τάχα- είναι ταπεινωτικές.

Κι ας βρίσκεται μέσα στη λέξη «χειρώναξ», σαν δεύτερο συνθετικό το «άναξ», που κάνει τον δουλευτή, τον άνακτα χειρών, βασιλιά στον χώρο του, βασιλιά στο σπιτικό του, νοικοκύρη δηλαδή, λέξη άλλοτε ιερή που ποδοπατήθηκε κι αυτή μες στην ασυναρτησία μιας πολιτικής που έδειχνε αριστερά και πήγαινε δεξιά και τούμπαλιν. Γι’ αυτό τουμπάραμε…


Κάποτε, έγραφα πως η ανεργία στον τόπον μας είναι επιλεκτική, ότι δουλειές υπάρχουν αλλά ότι δεν υπάρχουν χέρια να τις δουλέψουν. Κι έπρεπε να κατακλυσθεί ο τόπος από 1,5 εκατομμύριο λαθρομετανάστες, για να αποδειχθεί ότι στην Ελλάδα υπήρχε δουλειά πολλή αλλ’ όχι διάθεση για δουλειά. Τα παιδιά -τα μεγάλα θύματα αυτής της ιστορίας- είχαν γαλουχηθεί με τη νοοτροπία του «White collar workers».
Έτσι σήμερα, το πιο φτηνό εργατικό και υπαλληλικό δυναμικό είναι οι… πτυχιούχοι, που ζητούν εργασία ακόμη και στον OΤΕ ως έκτακτοι, τηλεφωνητές, προσκομίζοντας στα πιστοποιητικά προσόντων ακόμη και διδακτορικά! 
Γέμισε ο τόπος πανεπιστήμια, σχολές επί σχολών, επιστημονικούς κλάδους αόριστους, ομιχλώδεις και ασαφείς, απροσδιορίστου αποστολής και χρησιμότητας. Πτυχία-φτερά στον άνεμο σαν τις ελπίδες των γονιών, που πιστεύουν ότι τα παιδιά μόνον με τα «ντοκτορά» θα βρουν δουλειά. Έτσι παράγονται επιστήμονες που είναι δεκαθλητές του τίποτα, ικανοί μόνο για το δημόσιο ή για υπάλληλοι κάποιας πολυεθνικής.
Παρ’ όλο που γέμισε η χώρα μας τεχνικές σχολές (τι ΤΕΛ, τι ΤΕΙ, τι ΙΕΚ!), οι πιο άτεχνοι νέοι είναι οι νέοι της Ελλάδος. Παίρνουν πτυχίο τεχνικής σχολής και δεν έχουν πιάσει κατσαβίδι οι πιο πολλοί. Δεν ξέρουν να διορθώσουν μια βλάβη στο αυτοκίνητό τους, στο ραδιόφωνο ή στο τηλέφωνό τους. Είναι άχεροι, ουσιαστικά χωρίς χέρια. Τώρα με τα ηλεκτρονικά ξέχασαν να γράφουν, ξέχασαν να διαβάζουν, εκτός φυσικά από «μηνύματα» του αφόρητου «κινητού» τους.

Τούτη η παιδεία, που όχι μόνο παιδεία δεν είναι αλλ’ ούτε καν εκπαίδευση, αφού δεν καλλιεργεί καμιά δεξιότητα, εκτός από τη ραθυμία, την αναβλητικότητα και τον φόβο της δουλειάς, όχι μόνο δεν καλλιεργεί τον νέο εσωτερικά αλλά τον πετρώνει δημιουργικά σαν τα παιδιά της Νιόβης. 
Τα κάνει άχρηστα τα παιδιά για παραγωγική εργασία, γιατί ο θεσμός της παπαγαλίας και η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, με το πρόσχημα να μην τα κουράσομε, τους αφαιρεί την αυτενέργεια, την πρωτοβουλία, τη φαντασία και την πρωτοτυπία.
 Το σχολείο, αντί να μαθαίνει τα παιδιά πώς να μαθαίνουν, τα νεκρώνει πνευματικά.
Δεν τα μαθαίνει πώς να σκέπτονται αλλά με τι να σκέπτονται. Έτσι τα κάνει πτυχιούχους βλάκες. Βάζει όρια στον ορίζοντα της σκέψης και των ενδιαφερόντων. Τα χαμηλοποιεί. Τα κάνει να βλέπουν σαν τα σκαθάρια κοντά, κι όχι να θρώσκουν άνω, να έχουν έφεση για κάτι πιο πέρα, πιο τρανό και πιο μεγάλο.


 Το έμβλημα πια του ελληνικού σχολείου δεν είναι η γλαυξ, είναι ο παπαγάλος, ο μαθητής-βλαξ που καταπίνει σελίδες σαν χάπια και που θεωρεί ως σωστό ό,τι γράφει το σχολικό.
Και το λεγόμενο «σχολικό» είναι συνήθως αισχρό και ως λόγος και ως περιεχόμενο. Και τολμώ να λέγω αισχρό, διότι πρωτίστως το «Αναγνωστικό», που πρέπει να είναι ευαγγέλιο πνευματικό ειδικά στο Δημοτικό, αντί να καλλιεργεί την αγάπη για τη δουλειά, καλλιεργεί την απέχθεια. Πού πια, όπως παλιά, ο έρωτας για την αγροτική, τη βουκολική και τη θαλασσινή ζωή;
Ο ναύτης δεν είναι πρότυπο ζωής. Πρότυπο ζωής είναι ο «χαρτογιακάς». Όσο κι αν ήσαν κάπως ρομαντικά τα παλιά «Αναγνωστικά», καλλιεργούσαν τον έρωτα για τη δουλειά. Ακούω πως δεν πάει καλά η οικονομία. Μα πώς να πάει, όταν με τη ναυτιλία που προσφέρει το 5,6% του ΑΕΠ ασχολείται μόνο το 1% των Ελλήνων; (Με τον αγροτικό τομέα που προσφέρει το 6,6% του ΑΕΠ ασχολείται το 14,5% του πληθυσμού). Διερωτώμαι, τι είδους ναυτικός λαός είμαστε, όταν αποστρεφόμαστε τη θάλασσα και στα ελληνικά καράβια κυριαρχούν Φιλιππινέζοι, Αλβανοί και μελαψοί κάθε αποχρώσεως;
Το σχολείο καλλιεργεί τον έρωτα για την τεμπελιά, όχι για δουλειά. Τα πανεπιστήμια και οι ποικιλώνυμες σχολές επαυξάνουν τον έρωτα αυτό. Πράγματα που μπορούν να διδαχθούν εντός εξαμήνου -και μάλιστα σε σεμιναριακού τύπου μαθήματα- απαιτούν τετραετία! Βγαίνουν τα παιδιά από τις σχολές και δικαίως ζητούν εργασία με βάση τα «προσόντα» τους, αλλά τέτοιες εργασίες που ζητούν, τέτοια προσόντα δεν υπάρχουν. Αν δεν απατώμαι, υπάρχουν δύο σχολές θεατρολογίας -πέρα από τις ιδιωτικές θεατρικές σχολές- που προσφέρουν άνω των 300 πτυχίων το έτος. Πού θα βρουν δουλειά τα παιδιά αυτά;
Αν όμως το σχολείο από το Δημοτικό καλλιεργούσε την τόλμη, την αυτενέργεια, βράβευε την πρωτοβουλία, την ανάληψη ευθυνών, την αγάπη για την οποιαδήποτε δουλειά, ακόμη και του πλανόδιου γαλατά, θα είχαμε κάνει την Ελλάδα Ελδοράδο, όπως έγινε Ελδοράδο για τους εργατικούς Αλβανούς, Βουλγάρους, Πολωνούς, Γεωργιανούς, Αιγυπτίους αλιείς, Πακιστανούς και Ουκρανούς.

Σήμερα αυτοί είναι η εργατική κι αύριο η επιχειρηματική τάξη της Ελλάδος. Κι οι Έλληνες, αφήνοντας την πατρώα γη στα χέρια των Αλβανών που τη δουλεύουν, την πατρώα θάλασσα στα χέρια των Αιγυπτίων που την ψαρεύουν, θα μεταβληθούν σε νομάδες της Ευρώπης ή των ΗΠΑ ή θα τρέχουν για δουλειά στην Αλβανία, που ξεπερνά σε νόμιμη και παράνομη επιχειρηματική δραστηριότητα όλες τις χώρες της Βαλκανικής.
Γέμισαν τα Τίρανα ουρανοξύστες, κτίρια γιγάντια, κακόγουστα μεν, σύγχρονα δε. Περίπου 100 ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην πρωτεύουσα της χώρας των αετών. Εμείς αφήσαμε αδιαπαιδαγώγητη την εργατική και την αγροτική τάξη. Στην πρώτη περάσαμε σαν ιδεολογία-θεολογία το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και υποχρεώσαμε πλήθος επιχειρήσεις να κλείσουν ή να μεταφερθούν αλλού.

Μετά διαφθείραμε τους αγρότες με παροχές χωρίς υποχρεώσεις και τους δημιουργήσαμε νοοτροπία μαχαραγιά. Γέμισε η επαρχία με… «Κέντρα Πολιτισμού», όπου «μπαγιαντέρες» κάθε λογής και φυλής άναβαν πούρο με φωτιά πεντοχίλιαρου ! Το μπουκάλι με το ουίσκι βαπτίστηκε … αγροτικό! Τώρα, όμως, που έρχονται τα «εξ εσπερίας νέφη», χτυπάμε το κεφάλι μας. Και πού να φθάσουν τα «εξ Ανατολής», σαν εισέλθει η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα γίνει η Ελλάς vallis flentium (=κοιλάς κλαυθμώνων) και θα κινείται quasi osculaturium inter flentium et dolorum (=σαν εκκρεμές μεταξύ θλίψεως και οδύνης).
Δεν είμαι υπέρ μιας παιδείας που θα υποτάσσεται στην οικονομία. Θεωρώ ολέθριο να χαράσσεται μια εκπαιδευτική πολιτική με κριτήρια οικονομικής αναγκαιότητας. Θεωρώ ολέθρια όμως και την παιδεία που εθίζει τα παιδιά στην οκνηρία, που τα κουράζει με την παπαγαλία και το βάρος άχρηστων μαθημάτων. Το μεγαλύτερο κεφάλαιο της χώρας είναι τα κεφάλια των παιδιών της.
Τούτη η παιδεία αποκεφαλίζει τα παιδιά. Τα κάνει ικανά να μην κάνουν τίποτε. Ούτε να βλαστημήσουν. Ακόμη και η αισχρολογία τους περιορίζεται στη λέξη που τα κάνει συνονόματα. Αν τους πεις βρισιά της περασμένης 20ετίας θα νομίσουν ότι μιλάς αρχαία Ελληνικά!
Είναι θλιβερή η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα, παρουσίαζε χθες και θα παρουσιάζει κι αύριο η ελληνική κοινωνία: να υπάρχουν άνθρωποι άνω των 65 ετών, άνω των 70 ετών, που, ενώ έχουν συνταξιοδοτηθεί, εργάζονται νυχθημερόν, για να συντηρούν τα παιδιά τους μέχρι να τελειώσουν τις ατελείωτες σπουδές τους, τα παιδιά που λιώνουν τα νιάτα τους στα «κηφηνεία», που πάνε σπίτι τους να κοιμηθούν την ώρα που οι Αλβανοί πάνε για δουλειά. Θα μου πείτε, τι δουλειά; Οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να είναι τίμια. 

Όταν μικροί -ακόμη στο Δημοτικό- μαθαίναμε απέξω τον Τυρταίο (ποιος τολμά σήμερα να διδάξει Τυρταίο;), δεν τον μαθαίναμε για να γίνουμε πολεμοχαρείς αλλά για να νιώθουμε ντροπή, όταν στη μάχη της ζωής, στην πρώτη γραμμή είναι οι παλαιότεροι, οι «γεραιοί» και οι νέοι κρύβο­νται πίσω από τη σκιά τους. «Αισχρόν γαρ δη τούτο… κείσθαι πρόσθε νέων, άνδρα παλαιότερον». Σήμερα, βέβαια, οι χειρωνακτικές εργασίες ελέγχονται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από ξένους. Στις οικοδομές μιλούν αλβανικά, στα χωράφια πακιστανικά. Σε λίγο, οι χειρωνακτικές επιχειρήσεις θα περάσουν στα χέρια των Κινέζων που κατασκευάζουν ήδη το μεγαλύτερο μέρος των τουριστικών ειδών που θυμίζουν… Ελλάδα. Ακόμη και τις σημαίες μας στην Κίνα τις φτιάχνουν!
Κι εμείς; Εμείς, όπως πάντα, φτιάχνουμε τα τρία κακά της μοίρας μας. «Φτιάχνουμε» τη ζωή μας στην τηλοψία, που δίνει τα μοντέρνα πρότυπα οκνηρίας στη νεολαία, ποθούμε μια χρυσίζουσα ζωή σαν αυτήν που προσφέρει το «γυαλί», αγοράζουμε πολυτελή αυτοκίνητα με δόσεις, κάνουμε διακοπές με «διακοποδάνεια», εορτάζουμε με «εορτοδάνεια» και πεθαίνουμε με «πεθανοδάνεια». Έλεγε ο Φωκίων, που πλήρωσε τέσσερις δραχμές τη δεύτερη δόση του κωνείου που χρειαζόταν για να «απέλθει», πως στην Αθήνα δεν μπορεί ούτε δωρεάν να πεθάνει κανείς.
Έπρεπε να ζούσε τώρα… Λυπάμαι που θα το πω, αλλά πρέπει να το πω: το σχολείο, οι σχολές και τα ΜΜΕ σακάτεψαν και σακατεύουν τη νεολαία, γιατί μιλούν συνεχώς για τα δικαιώματά της -δικαιώματα στην τεμπελιά- και ποτέ για υποχρεώσεις, ποτέ για χρέος, ποτέ για καθήκον. Το καθήκον έγινε άγνωστη λέξη».
* Εκπαιδευτικός, ιστορικός, συγγραφέας
Σαράντος Καργάκος


Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...