Google+ Γαλακτοκομικά Καρυάς - Μαυρόγιαννης Θεοδόσιος: Νοεμβρίου 2012

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Το φαράγγι του Ίναχου στο Αρτεμίσιο Όρος.

Το φαράγγι του Ίναχου βρίσκεται στο Αρτεμίσιο Όρος.
Ξεκινώντας από την περιοχή της Καρυάς και καταλήγοντας κοντά στο Νεοχώρι, έχει ολικό μήκος περίπου 2,5km και υψομετρική διαφορά περίπου στα 400 μέτρα. Το υψόμετρο εισόδου είναι 1080μέτρα και αυτό της εξόδου 620μέτρα.
Το φαράγγι ξεκινάει αρκετά ψηλά, σε πολύ όμορφο ανοικτό πεδίο με χαμηλή βλάστηση και πλαγιές γεμάτες από γιδόστρατα, και ακλουθώντας το φυσικό ανάγλυφο του Αρτεμισίου, πέφτει σε παρακείμενη φυσική χαράδρα, αυξάνοντας σταδιακά τα νερά του σχηματίζοντας τον Ίναχο ποταμό.
100 μέτρα χαμηλότερα υψομετρικά και περίπου σε 500μέτρα απόσταση από το σημείο στάθμευσης εισόδου αρχίζουν οι τεχνικές καταβάσεις, οι όποιες φτάνουν στον αριθμό τις 40 συνολικά, ενώ υπάρχουν και ελεύθερες καταβάσεις που απαιτούν καταρρίχηση.
Το φαράγγι διατρέχεται από νερό καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου εντυπωσιάζοντας για την παροχή του ακόμα και στους άνυδρους μήνες του χρόνου.
Το νερό του καταλήγει στη πόλη του Άργους.
Το φαράγγι μπορεί να διαιρεθεί σε τμήματα, αφού τα κλειστά κομμάτια του εναλλάσσονται με ανοιχτά όπου μπορεί να αναπτυχθούν διαφυγές.
Η πρόσβαση στο σημείο εισόδου είναι εύκολη, με μόλις 10 min περπάτημα από το σημείο στο οποίο θα παρκάρουμε τα οχήματα, ενώ καταλήγει στα οχήματα εξόδου.
Η μετάβαση όμως από την έξοδο και στην είσοδο είναι αρκετά μεγάλη και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις ομάδες κατάβασης.
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ...

Τα παλιά, πέτρινα σπίτια εκπέμπουν μια ιδιαίτερη γοητεία, λες και κρατάνε μέσα τους μυστικά και ιστορίες, σαν να ναι έτοιμα να διηγηθούν ένα παρελθόν μισοξεχασμένο...
Τα σπίτια στο χωριό παλαιότερα ήταν μονώροφα και αργότερα διώροφα .Στο 1ο επίπεδο ήταν το κατώι όπου παλαιοτέρα σταβλίζονταν τα ζώα και στο 2ο επίπεδο ο χώρος της κατοικίας.
Επίσης υπήρχε εξωτερικός ξυλόφουρνος πέτρινος.Από πίσω ήταν χτισμένα μέχρι την επιφάνεια της γης και λίγο πιο επάνω με πέτρα και από το σημείο αυτό ως τη στέγη με χειροποίητα αφουρνάριστα τούβλα που συνήθως ονομάζονται πληθιά .
Οι στέγες των σπιτιών ήταν σκεπασμένες με ημισωληνωτές κεραμίδες . Το εξωτερικό μέρος των σπιτιών ήταν γυμνό χωρίς σουβά για αυτά τα λασπαχυρότουβλα που ορθώνουν τους τοίχους, τρίβονταν με την πάροδο του χρόνου από τις αλλεπάλληλες βροχοθύελλες που ξεσπούσαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, της άνοιξης και του φθινοπώρου. Το εσωτερικό των σπιτιών σχετικά περιποιημένο.
Τα δωμάτια υποδοχής καθώς και τα άλλα στρώνονταν με ψάθες και αργότερα τα περισσότερα σπίτια στρώνονταν με όμορφα χαλιά που η ίδια νοικοκυρά ύφαινε στον αργαλειό της κατά την εποχή του χειμώνα τότε που κοπιάζει πια η εξωτερική εργασία . Όσο για τα έπιπλα τα σπουδαιότερα ήταν: μία άρκλα (ντουλάπα) για προφύλαξη των φαγητών, μια στρογγυλή τάβλα αντί για τραπέζι φαγητού και τρία, τέσσερα σκαμνάκια για τους επισήμους γιατί οι σπιτικοί κάθονταν πάντοτε σταυροπόδι στην ψάθα .
Τα σκεύη ήταν σχεδόν όλα από ξύλα εκτός από τις κατσαρόλες που ήτανε χάλκινες . Τα πιάτα και τα κουτάλια ήταν τα περισσότερα ξύλινα . Ονομαστή από τα ξύλινα πιάτα ήταν η τουρνευτή (καυκιά) που έτρωγαν την τσιγαριστή φασολάδα και την νόστιμη σκορδαλιά τα μεσημέρια ή στο σπίτι ή στα χωράφια .
Το τουρνευτό επίσης κλειδοπίνακο που βρισκόταν σε πολλά σπίτια στον κάμπο που η νοικοκυρά έβαζε λίγο τυρί και μερικές ελιές, τα ασφάλιζε καλά και με λίγο ψωμί στον τρουβά ( ταγάρι) τα έστελνε για πρωινό ή για απογευματινό στο νοικοκύρη και στα παιδιά της με το τσαπί στο χέρι δούλευαν για το τίμιο ψωμί .
Λεγόταν και κονάκι.
Ξενόφερτοι, στα περισσότερα μέρη, οι χτιστάδες. Ονομαστοί στο είδος αυτό κυρίως οι Ηπειρώτες και οι Λαγκαδιανοί. Δουλεύανε συντροφικά και κουβαλούσαν μαζί τους κι όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη δουλειά τους. Σε κάθε χωριό που πήγαιναν, δεν έχτιζαν μόνο ένα σπίτι, γι’ αυτό και η εργασία τους ήταν ομαδική.
Έφερναν μαζί τους και αρκετά ζώα (κυρίως μουλάρια), για να κουβαλούν τον ασβέστη από το καμίνι, την άμμο από τις ποταμιές, την πέτρα για την τοιχοποιία την κουβαλάγανε από τα νταμάρια που δουλεύανε οι φουρνελατζήδες, το νερό από τα πηγάδια ή τις δημόσιες βρύσες και γενικά για όλες τις απαραίτητες εργασίες.
Στο άνοιγμα των θεμελίων απαραίτητο ήταν το σφάξιμο του κόκορα και στην περίπτωση που ο νοικοκύρης ήτανε πιο εύπορος, τότε αντί για κόκορα σφάζανε αρνί (πολύ παλιό έθιμο). Όταν ολοκληρωνόταν η οικοδομή, σε πολλά μέρη, όλοι οι συγγενείς κι οι φίλοι κρέμαγαν ένα μαντίλι (συνήθως μεταξωτό). Αυτά τα έπαιρναν οι χτίστες. Ήταν δίπατα. Χτισμένα τα περισσότερα με πέτρα, ξύλο ή και με πωρόλιθο. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν οι πλίθες (για τα φτωχόσπιτα) και τα τούβλα (για περισσότερο ευκατάστατους). Η στέγη με πλάκες πέτρας, τσίγκο ή κεραμίδια, είχε μεγάλη κλίση, για τα χιόνια και τις βροχές και προεξείχε πολύ πάνω από τις προσόψεις.
Το πάνω πάτωμα (1ος όροφος) το ανώι και το κάτω (ισόγειο) το κατώι. Το ανώι είχε 2-3 δωμάτια και προοριζόταν για τη διαμονή της μεγάλης (συνήθως) αγροτικής οικογένειας ή για φιλοξενία για κάποιους επισκέπτες (ο Δοξάτος όπως το έλεγαν στην Καστοριά) . Δύο μεγάλα δωμάτια κι ανάμεσά τους ένα μικρό.
Το ένα από τα 2 μεγάλα ήταν το σαλόνι του σπιτιού, με σανιδένιο πάτωμα. Το μικρό, ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας, άλλαζε χρήση. Το άλλο μεγάλο δωμάτιο ήταν το πρόχειρο (με διάφορες τοπικές ονομασίες), αλλά και το πιο σημαντικό. Από εκεί ήταν και η κύρια είσοδος στο σπίτι. Όλη η λάτρα του σπιτιού, γινόταν στο πρόχειρο δωμάτιο. Επίσης εδώ δέσποζε το τζάκι, το πιο πολύτιμο μέρος (ίσως) σε μια αγροτική κατοικία. Μόνιμη παρουσία στο τζάκι η πυροστιά ή σιδεροστιά, ένας κυκλικός ή τριγωνικός μεταλλικός τρίποδας.
Αποτελούσε το βασικό εργαλείο της νοικοκυράς, γιατί πάνω σ’ αυτό έβαζε κάθε κουζινικό σκεύος (π.χ. τηγάνι, τέντζερη, τσουκάλι, ταψί, σκάρα) για να ετοιμάσει το φαγητό. Τα βοηθητικά όργανα, εκεί κι αυτά. Η μασιά, για να ανακατεύουν τα κάρβουνα κι η τσιμπίδα, για να τα πιάνουν όταν σκόρπαγαν. Ο χώρος στο γείσωμα του τζακιού ήταν πολύ χρήσιμος για τη νοικοκυρά, που τον αξιοποιούσε με τον καλύτερο τρόπο. Εκεί πάνω τοποθετούσε πράγματα αμέσου χρήσεως.
Μια σειρά από πήλινα βάζα, στα οποία έβαζε το αλάτι, τη ρίγανη, το αλεύρι για το τηγάνισμα, το τσάι του βουνού ή τη φασκομηλιά κι ότι άλλο την εξυπηρετούσε. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν πολλά ξύλινα ράφια για τα χαλκώματα και τα τσουκάλια.
Επίσης πολλά καρφιά στους τοίχους, όπου κρέμαγε πολλές πάνινες σακούλες με τρόφιμα όπως τραχανά, χυλοπίτες, μπουλουγούρι, κριθαρένια παξιμάδια, σταφίδες και άλλα. Πάνω ψηλά, κρεμασμένη στα δοκάρια της σκεπής, μια πλατιά τάβλα, μήκους περίπου 2 μέτρων, που πάνω εκεί έβαζαν όλα τα καρβέλια μετά από το ξεφούρνισμα και τα σκέπαζαν μ’ ένα στενόμακρο πανί.
Σ’ ένα άνοιγμα στον τοίχο, που είχε μετατραπεί σε ντουλάπι με εσωτερικά ράφια, τοποθετούσαν όλα τα πιατικά, τα μαχαιροπίρουνα, τα κουτάλια, τις κούπες και τα ποτήρια.
Σ’ άλλο ειδικά διαμορφωμένο χώρο, υπήρχε θέση για το βαρελάκι με το πόσιμο νερό από την κεντρική βρύση του χωριού, απ’ όπου το κουβάλαγαν. Σε μια άκρη του δαπέδου υπήρχε μια μεγάλη στάμνα με το νερό της λάτρας και στη σειρά μικρότερες στάμνες - κιούπια - διαφορετικού μεγέθους για τη γλίνα, τη ντομάτα και το πετιμέζι. Στον τοίχο κρεμασμένος κι ο σοφράς ή τάβλα, ένα χαμηλό τραπέζι, συνήθως στρογγυλό, ύψους 20 εκατοστών. Την ώρα του φαγητού το ξεκρέμαγαν και κάθονταν όλοι τριγύρω σε σκαμνάκια.
Η σάλα του σπιτιού δεν πολυπατιότανε. Προοριζόταν για τους μουσαφίρηδες. Οι πλούσιες οικογένειες είχαν σιδερένια κρεβάτια, ενώ οι φτωχοί είχαν ξύλινες σανίδες για να μπαίνει πάνω το στρώμα, συνήθως από άχυρο.
Σ’ αυτό το δωμάτιο, αριστερά της εισόδου και πάνω ψηλά δέσποζε το εικονοστάσι, με τις εικόνες και τα στέφανα των νοικοκυραίων.
Πιο πέρα, ο μεγάλος γιούκος με όλα τα στρωσίδια καλοδιπλωμένα και τοποθετημένα προσεκτικά το ένα πάνω στο άλλο. Βελέντζες, μπατανίες, χράμια και το πάπλωμα για τους επισκέπτες, όλα σκεπασμένα με μια μεγάλη φανταχτερή μπατανία. Ντουλάπα με τη σημερινή μορφή δεν υπήρχε. Τα ρούχα της οικογένειας βρίσκονταν σε ένα παραπέτασμα κρυμμένα με μια μπατανία κι αυτά. Σ’ ένα μπαούλο (φορτσέρι, σεντούκι), κλειδώνονταν αντικείμενα κάποιας αξίας, αχρησιμοποίητος ρουχισμός & πολλές φορές τα γλυκά του σπιτιού.
Ένα μεγάλο τραπέζι στο μέσο του δωματίου, σκεπασμένο μ’ ένα κεντημένο τραπεζομάντιλο, και γύρω-γύρω καρέκλες. Κυρίαρχη θέση πάνω στο τραπέζι ή στον τοίχο κρεμασμένη, είχε η λάμπα πετρελαίου (λουσέρνα), που άναβε στη κυριολεξία με το σταγονόμετρο καθώς το πετρέλαιο ήταν πολύ ακριβό για τα δεδομένα της εποχής.
Στην πρόσοψη του σπιτιού δέσποζε η λόντζα, χαγιάτι ή το λιακό, ένα είδος βεράντας που αποτελούσε και την είσοδο στο ανώι. Ανάλογα με το ύψος της οικοδομής ήταν και το ύψος της σκάλας για τη λόντζα.
Το κατώι προοριζόταν κυρίως για τα ζώα. Η χρησιμότητά τους ήταν μοναδική. Ήτανε λοιπόν επόμενο να τα φροντίζουν πολύ. Για τον ίδιο λόγο, η απώλεια κάποιου ζώου, αποτελούσε βαρύ πλήγμα για την οικογένεια που το έχανε. Αν κάποια οικογένεια δεν μπορούσε να φτιάξει δίπατο σπίτι, τότε για τα ζώα κατασκεύαζε ένα καλυβάκι. Δεμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε το ένα να μην ενοχλεί το άλλο. Σε κάποιο χώρο έβαζαν το άχερο, τη βρώμη και το σανό. Ένα μικρό τμήμα του κατωγιού τον χρησιμοποιούσε η οικογένεια το χειμώνα. Στο κατώι υπήρχε επίσης το βαγένι με το κρασί, και στον τοίχο κρεμασμένες οι πλεξούδες με τα κρεμμύδια και τα σκόρδα.
Για 2 ζώα υπήρχε ξεχωριστός χώρος. Ο λώζος για το γουρούνι και το κοτέτσι για τις κότες. Μάλιστα, για να μην ξενογεννάνε οι κότες, μέσα στο κοτέτσι τους έφτιαχναν ένα ειδικό χώρο κι εκεί απαραιτήτως έβαζαν ένα αβγό, το φώλι ή φώλο, για να το βλέπει και να μπαίνει η κότα να γεννήσει εκεί. Και στον λώζο και στο κοτέτσι, απαραίτητη η κορύτα γεμάτη με νερό.
Στην αυλή, τέλος, αποθηκεύονταν σε ντάνες (τρακάδες) τα ξύλα και τα κλαριά για τις ανάγκες του σπιτιού. Σε κάποιο σημείο δέσποζε ο φούρνος, απαραίτητος για κάθε σπίτι κι αυτό γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχε έτοιμο ψωμί, ούτε επαγγελματίας φούρναρης.
Μεγάλο μειονέκτημα βέβαια, αποτελούσε το γεγονός ότι δεν υπήρχε τουαλέτα, στον εσωτερικό χώρο του σπιτιού. Η αρχιτεκτονική των χτιστάδων δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο. Αναγκαστικά έπρεπε να βρεθεί χώρος κάπου στην αυλή. Η λύση ήταν ένα πρόχειρο κτίσμα, μια λύση ανάγκης, όχι και τόσο ελκυστική, αντίθετα ανθυγιεινή. Η ολοκληρωτική λύση του προβλήματος δόθηκε από την ελληνική κοινωνία γύρω στο 1960.
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

«Να θυμηθούμε τις παλιές μας αξίες»

Επιχειρηματική συνέντευξη: Δημήτρης Πολιτόπουλος
     Ο άνθρωπος που δεν διστάζει να συγκρουστεί με το μονοπώλιο και τη γραφειοκρατία σε μία αποκαλυπτική συζήτηση για την ελληνική ζυθοποιία, την κρίση, το επιχειρείν, τις παθογένειες και τις ανεκμετάλλευτες δυνατότητες της χώρας.
«Δεν είχαμε την κρίση, να προβλέψουμε την κρίση, γι’ αυτό ζούσαμε σαν κροίσοι»«Στο τέλος της ημέρας, η κρίση θα έχει μεσομακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα. Οι εμπειρίες αυτές θα μας εμπλουτίσουν και θα μας πάνε μπροστά. Η Ελλάδα θα βγει δυνατή από τη δοκιμασία και οι Έλληνες πιο ώριμοι από ποτέ», λέει με σιγουριά ο Δημήτρης Πολιτόπουλος. Ο ιδρυτής της Ζυθοποιίας Μακεδονίας-Θράκης είναι ένας χαμογελαστός και ευγενής άνθρωπος. Τα λόγια του αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία αν σκεφτεί κανείς ότι το περασμένο καλοκαίρι ήταν αυτός που κοσμούσε την πρώτη σελίδα της εφημερίδας The New York Times ως χαρακτηριστικό παράδειγμα των παθογενειών που έχουν γονατίσει την Ελλάδα.  
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μία οξύτατη κρίση. Είστε αισιόδοξος;
Προτιμώ να εστιάζω στα θετικά. Έχω ζήσει άλλωστε και τις δύο πλευρές της Ελλάδας: την Ελλάδα της κρίσης και την Ελλάδα της πλασματικής ευημερίας. Αν θέλουμε να πάμε μπροστά οφείλουμε να γυρίσουμε στην ουσία των πραγμάτων. Τα προβλήματα είναι πολλά και βρίσκονται στον καθένα από εμάς. Πρέπει να θυμηθούμε τις αξίες και αρετές που έχουμε αφήσει πίσω μας.  
 Και ποιες είναι αυτές;
Πιστεύω ότι κάπου στην πορεία χάθηκε η ταπεινότητα, η εργατικότητα και η υπομονή. Επίσης, χάθηκε η αντίληψη ως προς το πώς λειτουργεί ο υπόλοιπος κόσμος. Ημασταν απομονωμένοι στον μικρόκοσμό μας, χωρίς να μας ενδιαφέρει τι γίνεται παραέξω. Πώς είναι δυνατόν να απολαμβάνεις χωρίς να παράγεις αντιστοίχως; Η κατανάλωση με δανεικά δεν έχει καμία λογική. Επίσης, κάποιος που θέλει να δημιουργήσει πρέπει να ζητήσει την άδεια απ’ αυτόν που δεν έχει ιδέα από παραγωγή. Ολα αυτά οδήγησαν στην καταστροφή και η καταστροφή ελπίζω να οδηγήσει στην αφύπνιση. Οι Ελληνες θα βγουν από το αδιέξοδο αντιλαμβανόμενοι την αναγκαιότητα να απομακρυνθούν από παθογένειες και λάθος συμπεριφορές.

    Εχετε ζήσει στο πετσί σας κάποιες από αυτές, έτσι δεν είναι; 

  Ναι αλλά δεν στέκομαι εκεί. Θα έλεγα ότι μου δόθηκε μία ευκαιρία να γνωρίσω τα προσωπικά μου όρια. Είναι ευχή Θεού να δείς μέχρι που μπορείς να αντέξεις. Αν είχα παραμείνει στη Νέα Υόρκη δεν θα τα γνώριζα ποτέ. 

  Πώς αποφασίσατε να εγκαταλείψετε την Αμερική; 

  Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά έφυγα στα 17 μου για να σπουδάσω στο Siebel Institute of Technology Chigago χημικός μηχανικός. Το 1994 ζούσα πια μόνιμα στη Νέα Υόρκη όπου με τον αδελφό μου είχαμε μία επιχείρηση με χημικά προϊόντα. Όλα ξεκίνησαν τότε, από μία χαλαρή κουβέντα μας για την Ελλάδα. Ήμαστε και οι δύο λάτρεις της μπύρας. Κουβεντιάζαμε πίνοντας την αγαπημένη μας μπύρα. Με έκπληξη καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε ελληνική μπύρα στην Ελλαδα. Τρελλάθηκα! Δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Φανταστείτε ότι η μπύρα υπάρχει από την Αρχαία Ελλάδα.

  Η απουσία ντόπιας βιομηχανίας είναι ελληνικό φαινόμενο ή υπάρχει και σε άλλες χώρες; 

  
Η Aλβανία έχει πέντε ζυθοποιίες, η Βουλγαρία επίσης. Μέχρι και η Παλαιστίνη έχει δική της ζυθοποιία. Αυτό με έκανε να γυρίσω πίσω, επιθυμώντας να καλύψω αυτό το κενό.

   Πώς είχατε στο μυαλό σας την πατρίδα την εποχή που πήρατε αυτή την απόφαση; 

  Έλειπα πολλά χρόνια. Στην πραγματικότητα είχα χάσει επαφή. Δεν γνώριζα πολλά, δεν είχα ιδέα για το πώς λειτουργούν τα πράγματα. Στο μυαλό μου, η Ελλάδα ήταν μία πανέμορφη χώρα, η πατρίδα μου! Ανυπομονούσα να ζήσω και να εργαστώ εδώ.  

  Άρα η αρχή επιφύλαξε δυσάρεστες εκπλήξεις.  

  Πράγματι. Όταν γύρισα, ο κόσμος ήξερε μόνο την Heineken και την Amstel, οι οποίες έχουν κατακτήσει την παγκόσμια αγορά και μπράβο τους. Δεν είναι, όμως, ελληνικές. Θα με ρωτήσετε τώρα: έχει σημασία; Για μένα έχει. Δεν μπορείς να δίνεις τα πάντα εργολαβία σ’ αυτή τη ζωή. Κάτι πρέπει να κάνεις και μόνος σου. Ειδικά τα βασικά. Δεν είπαμε να χτίσουμε αεροπλάνα. Οι καταναλωτές θεωρούσαν ότι αυτές είναι ελληνικές μπύρες. Τώρα το πώς φτιάχνονταν και από ποιόν δεν τους ενδιέφερε. Πολλοί, μάλιστα, δεν γνώριζαν ούτε καν το όνομα της μπύρας. Την παράγγελναν με το χρώμα της: «φέρε μία πράσινη». Είχα μείνει έκθαμβος. Εμείς αγοράσαμε ένα κομμάτι γhς και δημιουργήσαμε από το μηδέν ένα ζυθοποιείο με σκοπό να παράξουμε ποιοτική μπύρα.
Έλεγα στους ντόπιους: "θα δημιουργήσω την πρώτη ελληνική μπύρα, θα είναι υψηλής ποιότητας και χαμηλής τιμής». «Μα έχουμε μπύρα», μου απαντούσαν. Αυτό, όμως δεν ήταν το μεγαλύτερο μας πρόβλημα.  

  Ποιο ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα; 

   Στη διαδρομή καταλάβαμε ότι ένας από τους λόγους που δεν υπήρχε άλλη ελληνική μπίρα ήταν το στρεβλό νομικό πλαίσιο γύρω από το ζύθο. Αναγκαστήκαμε να συμβάλουμε στην αλλαγή αυτών των νόμων με διαρκή και επίμονα αιτήματα προς τις αρμόδιες αρχές. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Σήμερα, στην Ελλάδα μετράμε αισίως 13 ζυθοποιίες, άλλες μεγαλύτερες και άλλες μικρότερες. Κάπως έτσι άλλαξε η ιστορία της μπύρας στην Ελλάδα και άνοιξε ο δρόμος για μια ανοικτή ανταγωνιστική αγορά.  

  Αρα πέρα από την ιδέα, την επένδυση, την παραγωγή και τις πωλήσεις, είχατε να ασχοληθείτε και με τη νομοθεσία;  

  Δεν ήταν δική μας δουλειά, αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα που υπήρχε ήταν σχεδόν απαγορευτική για την ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού. Αν θέλει κάποιος να πραγματοποιήσει το όνειρό του παλεύει και σ’ αυτό το επίπεδο. Εμείς δεν είχαμε μόνο συμφέροντα. Είχαμε και αυτονόητα επιχειρήματα που δεν μπορούσε κανείς να αντικρούσει.  

  Ποια ήταν, λοιπόν, η επαφή σας με το ελληνικό κράτος; 

    Αντιμετώπισα σ’ όλο της το μεγαλείο την ελληνική γραφειοκρατία. Στην αρχή το έκανα με σκεπτικισμό. Ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσω ότι μπορούν να είναι τόσο χρονοβόρες και μπερδεμένες οι διαδικασίες στην Ελλάδα. Με υπομονή ξεπεράσαμε τα προβλήματα. Το δύσκολο ήταν να αλλάξει η νοοτροπία.

  Σε ποια νοοτροπία αναφέρεστε;
Μέχρι τότε, στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν το κριθάρι μόνο για ζωοτροφές. Το κριθάρι, όμως, είναι πρώτη ύλη για μπύρα και για άλλα οινοπνευματώδη ποτά. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε συμβουλευτική γεωργία το 2005 έτσι ώστε να ενημερώσουμε του αγρότες της Θράκης πώς να σπέρνουν κριθάρι. Σήμερα, έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε 10.000 στρέμματα καλλιεργήσιμου κριθαριού με σκοπό την παραγωγή μπύρας. Επίσης έχουμε συμβληθεί με την αμερικανική γεωργική σχολή της Θεσσαλονίκης, η οποία έχει οργανώσει τμήμα ζυθοποιού. Έχουμε ήδη 12 μαθητές σ’ αυτή τη σχολή. Εμείς υιοθετήσαμε το σύστημα της επιστρεφόμενης φιάλης. Ήταν ένας τρόπος για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τη Βεργίνα ψηλά σε επίπεδο ποιότητας, αλλά χαμηλά στην τιμή.  

  Πώς προέκυψε το όνομα Βεργίνα; 

   Θηλυκή ελληνική λέξη με περιεχόμενο.
Για να είμαι ειλικρινής είχα επηρεασθεί εκείνη την εποχή από μία διαδήλωση για το Μακεδονικό έξω από τα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη. Είχαμε μαζευτεί ένα τεράστιο πλήθος Έλληνες. Αντιλαμβανόμουν και το ειδικό βάρος αυτού του ονόματος. Προσπάθησαν οι ανταγωνιστές να σας εξαγοράσουν;

    Όταν δεν λυγίσαμε ναι, αλλά δεν το σκέφτηκα ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Αυτή τη δουλειά όχι μόνο την απολαμβάνω αλλά και την αγαπώ. Το παιδί μου που λέγεται Βεργίνα είναι ακόμα μικρό και οφείλω να το μεγαλώσω κρατώντας του το χέρι.  

  Μπορεί η ελληνική μπίρα να κατακτήσει τη βαλκανικη αγορά;
Η μπύρα Βεργίνα ήδη εξάγεται στην Αμερική, στην Ιταλία, στη Σουηδία, στην Ιαπωνία και στην Αυστραλία. Στη ζωή και στη δουλειά μου ακολουθώ το ρητό του φυσικού Στίβεν Χόκινγκ: κοίτα τα αστέρια και όχι τα πόδια σου. Δυστυχώς, όμως, δεν πιστεύω ότι η μπύρα είναι δυνατό εξαγώγιμο προϊόν για τον απλό λόγο ότι κάθε χώρα έχει τις δικές της. Η μπύρα είναι από τη φύση του τοπικό προϊόν. Επίσης είναι τρομερά αφελές να μιλάμε για εξαγωγή μπύρας τη στιγμή που εισάγουμε ψάρια από την Αφρική ή λεμόνια από και εγώ δεν ξέρω πού. Τη στιγμή που έχω έτοιμο ένα μοναδικό προϊόν προς εξαγωγή και οι νόμοι δεν μου επιτρέπουν να συνεχίσω.

   Ποιο προϊόν είναι αυτό; 

  
Το τσάι του βουνού, το παγωμένο χαμομήλι και το παγωμένο τίλιο. Κανείς δεν είδε σ’ αυτό το υπέροχο προϊόν τις δυνατότητες που είδαμε εμείς. Έχουμε ήδη αγοράσει όλο το τσάι του βουνού που βρήκαμε στην Ελλάδα, έχουμε φυτέψει τον ορεινό όγκο της Ξάνθης και προχωράμε προς τη Ροδόπη. Βρήκαμε καταπληκτικούς Έλληνες αγρότες που ξετρελάθηκαν με την ιδέα μας και κάναμε μαζί τους συμβόλαια. Έτσι παντετάραμε την ιδέα και είμαστε έτοιμοι να εξάγουμε το τσάι μας με λεμόνι και μέλι και χωρίς καθόλου χημικά στο κλασικό τενεκεδάκι για να το απολαύσει όλος ο κόσμος και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το τσάι του βουνού, άλλωστε, είναι ένα πολύτιμο εξαγώγιμο προϊόν με τεράστιες προοπτικές. Δυστυχώς, το κράτος μας απαγορεύει να προχωρήσουμε. Τουλάχιστον έχουμε να πίνουμε πολύ τσάι περιμένοντας.

   Με εντυπωσιάζετε. Πώς είναι δυνατόν το κράτος να σας εμποδίζει τη στιγμή που οι εξαγωγές είναι όρος επιβίωσης;
Στην Ελλάδα ισχύει ένα πολύ παλιός νόμος που απαγορεύει στις ζυθοποιίες να παράγουν οτιδήποτε άλλο εκτός από μπύρα. Τί εξυπηρετεί αυτό; Δεν το γνωρίζω! Σ’ όλο τον κόσμο παράγουν νερό, αναψυκτικά κλπ. Ο νόμος που το απαγορεύει έγινε την περίοδο του Όθωνα. Όταν ήρθε στην Ελλάδα ως βασιλιάς, ο Όθωνας έφερε μαζί του τον ζυθοποιό του, την οικογένεια Φίξ. Του έδωσε μονοπώλιο για 100 χρόνια, δημιουργώντας και το εν λόγω νομοθετικό πλαίσιο. Εδώ και δύο χρόνια προσπαθούμε να πείσουμε την κυβέρνηση για το παράλογο της ισχύος αυτού του νόμου, αλλά το σύστημα αργεί. Σε κάθε άλλη χώρα αυτό θα χρειαζόταν μόνο ένα τηλέφωνο στην αρμόδια υπηρεσία, δεδομένου ότι όλοι συμφωνούν πως το αίτημά μας είναι απολύτως λογικό. Ελπίζω να είναι μόνο η γραφειοκρατία και όχι τίποτα άλλο. 

   Ποιος θα έρθει να επενδύσει υπό αυτές τις συνθήκες; 

   Σημασία να επενδύσουν και οι ίδιοι οι Ελληνες. Εμείς είμαστε οι πρώτοι που οφείλουμε να δημιουργήσουμε ένα οικείο περιβάλλον για τον Ελληνα επιχειρηματία. Ενα επιχειρηματικό περιβάλλον που να υπόκειται σ’ ένα κράτος δικαίου. Ενα περιβάλλον που δεν θα πνίγεται από τα μονοπώλια. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παθογένεια από το μονοπώλιο και δυστυχώς στην Ελλάδα αυτή περισσεύει.

    Φαντάζομαι δεν αναφέρεστε μόνο στο χώρο του ζύθου. 

   Αναφέρομαι σε όποιον κλάδο υποφέρει από μονοπωλιακές καταστάσεις και σ’ όποιο επάγγελμα είναι κλειστό. Ο μόνος περιορισμός στην αγορά πρέπει να είναι η λογική και το καλώς εννοούμενο συμφέρον της κοινωνίας. Αυτά πρυτανεύουν. Η μπύρα ήταν μονοπώλιο. Στην ουσία της ήταν κλειστός κλάδος, επειδή η νομοθεσία σε απέτρεπε από το να δημιουργήσεις μία ζυθοποιία και επιπλέον οι κανόνες του ανταγωνισμού δεν ίσχυαν όπως θα έπρεπε. Οφείλω να ομολογήσω ότι με ξένισε η κατάσταση που αντιμετώπισα όταν ήρθα στην πατρίδα.

   Ναι αλλά και η αγορά έχει αποδείξει ότι κάνει λάθη και μάλιστα ολέθρια. 

   Δεν μιλάω για το γενικότερο φιλοσοφικό ζήτημα εάν η αγορά αυτορυθμίζεται κλπ. Μιλάω για την αγορά με πιο απτούς όρους. Στην Ελλάδα πιστεύαμε ότι υπάρχει ελεύθερη αγορά, αλλά στην πραγματικότητα σ’ ορισμένους κλάδους δεν υπήρχε. 

    Τα καλά ξενοδοχεία της χώρας διαθέτουν την μπύρα σας ή άλλες ελληνικές μπύρες; 

  
Για να είμαι ειλικρινής τα περισσότερα όχι. Το να μην βλέπεις τα ελληνικά προϊόντα ως δικά σου είναι μία από τις παθογένειες της ελληνικής αγοράς. Αυτό δεν αφορά μόνο τις μπύρες, αλλά όλα τα σπουδαία ελληνικά προϊόντα. Οι τουριστικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να λειτουργούν σαν παράγοντας που φέρνει σε επαφή τους αλλοδαπούς καταναλωτές με τα ξεχωριστά ελληνικά προϊόντα. Αυτό που συμβαίνει είναι ό,τι συμβαίνει στις ελληνικές πόλεις. Φροντίζουμε τα σπίτια μας, αλλά δεν μας ενδιαφέρει το πεζοδρόμιό μας. Η ίδια αντίληψη είναι. 

   Εχετε σκεφτεί ότι κάποιοι θα πουν ότι ήρθατε από την Αμερική και κρίνετε με ευκολία τα πάντα;

   
Δεν κρίνω ως ξένος, αλλά σαν Ελληνας που πονάει τον τόπο του και κρίνει τα κακώς κείμενα για να τα αλλάξει. Οι Έλληνες έχουν μεγάλα προτερήματα κι αυτό φαίνεται όταν δρουν εκτός Ελλάδας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει πεφωτισμένη πολιτική ηγεσία. Ούτε, όμως, και σοβαρή επιχειρηματική ελίτ. Το επιχειρείν είναι λειτούργημα. Στην Ελλάδα δεν αντιμετωπιζόταν ποτέ ως τέτοιο. Η ελληνική κοινωνία δεν το έβλεπε έτσι και γι’ αυτό δεν φταίει μόνο αυτή. Φταίνε και πολλοί επιχειρηματίες. Από το επιχειρείν δεν απορρέουν μόνο κέρδη. Ο επιχειρηματίας έχει και υποχρεώσεις. Σ’ όλο τον κόσμο διδάσκεται το business ethics.  

  Ποιά διέξοδο θα προτείνετε; 

   Η διέξοδος από την κρίση είναι το επιχειρείν. Αναπόφευκτα θα το αντιληφθεί και ο κόσμος αυτό. Το επιχειρείν είναι η ιδέα που θα γίνει πράξη. Χρειαζόμαστε ένα καινούριο στρατηγικό σχέδιο για την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και ευημερία για τη χώρα.

    Ομως η Θράκη, στην οποία ζείτε και εργάζεστε, είναι στοιχειωμένη απο βιομηχανικά φαντάσματα.

    Η Θράκη είναι πανέμορφη. Εκεί είναι πια το σπίτι μου. Πώς μπορείς, αλλωστε, να μην ζείς εκεί που εργάζεσαι. Πράγματι, η Θράκη αποτελεί την ανάμνηση μίας εποχής. Η Ελλάδα ήταν πάντα πολύ γενναιόδωρη με τη Θράκη προσφέροντας γενναιόδωρες επιχορηγήσεις. Το σύστημα, όμως, δεν δούλεψε. Πολλοί μπήκαν στο παιχνίδι όχι για να χτίσουν μια παραγωγική επιχείρηση, αλλά για να φάνε τις επιχορηγήσεις. Η στατιστική το αποδεικνύει. Οι περισσότερες επενδύσεις απέτυχαν οδηγώντας στη θλιβερή σημερινή εικόνα: βιομηχανικά φαντάσματα. Σίγουρα είναι πολλές οι παράμετροι αυτής της αποτυχίας και ερήμωσης. Πέρα, όμως, από την καλή διάθεση της Πολιτείας να συνδράμει στην ανάπτυξη της περιοχής χρειάζεται και η ύπαρξη ενός στρατηγικού σχεδίου. Η έλλειψη αυτού του σχεδίου οδήγησε στην εκμηδένιση της βιομηχανίας της Θράκης και ολόκληρης της Ελλάδος. Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Δυστυχώς για λόγους που αγνοώ άλλαξαν. Οι βιομηχανίες έχουν κλείσει κι αυτές που έχουν επιβιώσει είναι στα χέρια ξένων εταιρείων. Το κέρδος δηλαδή πάει στις μητρικές εταιρείες και δεν μένει στην Ελλάδα. 

    Πώς μας βλέπουν στο εξωτερικό; 

   Οι περισσότερες δυτικές χώρες απορούν με αυτό που έχει συμβεί γιατί στα μάτια τους η κατάρρευση φάνηκε πολύ έντονη, αναπάντεχη και γρήγορη.  

  Ηταν αναπάντεχη και για εσάς; 

   Όχι καθόλου. Ήταν προδιαγεγραμμένη η πορεία της χώρας. Το όνειρο κάθε νέου ήταν να πάει στο δημόσιο. Η πρόσληψή του σήμαινε και το τέλος των φιλοδοξιών του.

   Φτάσαμε τον πάτο; Θα αρχίσουμε να ανεβαίνουμε; 

   Δεν υπάρχει πάτος. Πάντα υπάρχει και το πιο κάτω! Θεωρώ, όμως, ότι θα σταματήσουμε τη διαδρομή της περιδίνησης αυτής μόνο όταν αρχίσει η παραγωγή. Αυτό είναι το μυστικό. Για να παράγουμε, όμως, πρέπει οι άνθρωποι να πάρουν ρίσκα και να φτιάξουν καλά προϊόντα για τον Έλληνα και τον ξένο καταναλωτή και αυτά τα προϊόντα να τα διαφημίζουν όλα τα ξενοδοχεία της χώρας, όχι μόνο κάποια από αυτά!  

  Πώς θα θέλατε να κλείσουμε; 

  
Οι δυνατότητες της πατρίδας μας είναι τρομαχτικές! Μπορεί να έχει εκπαιδευτικό και θρησκευτικό τουρισμό. Η Ελλάδα έχει αξιοποιήσει ελάχιστα το τουριστικό της πλεονέκτημα. Μπορεί να πιστεύουμε ότι είμαστε μία τουριστική χώρα αλλά ουσιαστικά έχουμε όσο τουρισμό έχει μία πόλη της Ιταλίας. Έχουμε λιγότερο τουρισμό από τη Βενετία. Η Ελλάδα είναι μία ευλογημένη χώρα με τα φρούτα, το μέλι και τα βότανά της. Ο πελάτης παρακαλάει για αυτά τα προϊόντα. Τί περιμένουμε λοιπόν; Η σχέση μας με την πατρίδα μας πρέπει να αλλάξει. Δεν της έχουμε φερθεί καλά. Για να διορθωθούμε, όμως, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τί καταστρέψαμε. Πρέπει να ανακτήσουμε το σεβασμό μας για αξίες που με επιπολαιότητα πετάξαμε στα σκουπίδια. 

  

 Ποιος είναι 

     Η ιστορία του είναι συναρπαστική και ιδιαίτερα διδακτική για την κατανόηση της ίδιας της χώρας, αλλά και της διαφοράς που μπορεί να κάνουν η θέληση, το πείσμα και η δημιουργικότητα ενός και μόνο ανθρώπου. 
    Διαπιστώνοντας την έλλειψη ελληνικής μπύρας στην εγχώρια αγορά, εγκατέλειψε τη μακρινή Νέα Υόρκη και την οικογενειακή επιχείρηση με ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Θράκη. Κάπως έτσι γεννήθηκε το 1998 η πρώτη ελληνική μπύρα.
    Η Βεργίνα από τη γέννηση της ακόμα, είχε να αντιμετωπίσει ένα μεγαθήριο. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία με τις διάφορες ετικέτες μπύρας κατείχε μέχρι τότε το 92% της ελληνικής αγοράς, αποτελώντας ουσιαστικά ένα μονοπώλιο. Ο Πολιτόπουλος βρέθηκε αντιμέτωπος όχι μόνο με την άρνηση των διανομέων να διακινήσουν τα προϊόντα του, αλλά και με προσωπικές επιθέσεις. 
    Βρήκε σκασμένα τα ελαστικά του αυτοκινήτου του, δέχθηκε απειλητικά τηλεφωνήματα και η επιχείρησή του υπέστη βανδαλισμό των προϊόντων της. 
      Σήμερα κάθεται απέναντί μου με τον αέρα του νικητή. Έχει προκαλέσει ρωγμές στο μονοπώλιο, αλλάζοντας τις ισορροπίες στο χώρο της ελληνικής ζυθοποιίας. Τα πρώτα χρόνια, η εταιρεία του επιβίωσε με τις εξαγωγές.
       Τώρα πια, έχει κατακτήσει και το 7% της ελληνικής αγοράς. Μειλίχιος και χαμογελαστός περιγράφει τους σταθμούς του ταξιδιού του στο χώρο του ζύθου, αλλά και τις σκέψεις του για την Ελλάδα για χάρη της οποίας εγκατέλειψε το περίφημο αμερικανικό όνειρο. Τέλος, αποκαλύπτει την επόμενη επιχειρηματική πρωτοβουλία του: να κυκλοφορήσει στην ελληνική και κυρίως στη διεθνή αγορά παγωμένο τσάι του βουνού με μέλι και λεμόνι.
Αγοράζοντας ελληνικές μπύρες τονώνουμε τη δική μας οικονομία Οι διαφημίσεις για τις μπύρες εισαγωγής είναι πολλές και βρίσκονται στον...αφρό των ημερών λόγω της ζέστης.
   Κι όμως η ελληνική μπύρα κερδίζει συνεχώς έδαφος. Αγοράζοντας άλλωστε ελληνικές μπύρες τονώνουμε τη δική μας οικονομία και όχι αυτή των Γερμανών ή των Ολλανδών που μπορεί να ξέρουν από μπύρα αλλά δε γνωρίζουν τίποτε όπως φαίνεται από τη δική μας κουλτούρα.
    Στην Εύβοια, την Κέρκυρα, τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο αλλά και τη Ρόδο ή τον Πειραιά ή την Αττική η μπύρα τραβιέται τώρα το καλοκαίρι και είναι μάλλον καλύτερο να λέμε "στην υγειά μας" παρά Prost ή cheers.
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα...