Ο Σπύρος Καραμούντζος, δάσκαλος και ποιητής, τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, από την Καρυά Αργολίδας, μας ξεναγεί στην Αρκαδική γη. Δημητσάνα, Βυτίνα, Μαίναλο, Νεστάνη, Ελληνικό, Καρύταινα, Μουσείο Υδροκίνησης, Παναγία η Γοργοεπήκοος. « Στο Μοναστήρι αυτό – αναφέρει ο συγγραφέας – θυμηθήκαμε ότι κάθε Δεκαπενταύγουστο, τον καιρό που ήμασταν παιδιά, που μας έφερναν οι μανάδες μας, για να μεταλάβουμε. Φαίνεται ότι το είχαν τάμα όλες οι γυναίκες της Καρυάς» και καταλήγει, «η περιήγηση της Αρκαδίας δεν ήταν μια συνηθισμένη ημερήσια απόδραση, αλλά ήταν ένα φυλλομέτρημα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους».
Στις 14 Ιουλίου 2011, ημέρα Πέμπτη, πρωί πρωί ξεκινήσαμε από το χωριό μας, την Καρυά Αργολίδας, που είναι φωλιασμένη στις δασωμένες ανατολικές πλαγιές του Αρτεμισίου, μία τριμελής καλή φιλική παρέα, για μια ημερήσια εκδρομή στην όμορφη και γειτονική μας Αρκαδία.
Από τον κόμβο της Στέρνας πήραμε τη νέα εθνική οδό Κορίνθου-Καλαμάτας και αφού περάσαμε τις τρεις σήραγγες βρεθήκαμε στην Αρκαδία. Πρώτος σταθμός η «ΑΛΕΑ», ένα σύγχρονο πολυτελές κέντρο, για ολιγόωρη ανάπαυση και εξυπηρέτηση κάθε ανάγκης των εποχούμενων περαστικών για τη Μεσσηνία, Λακωνία και Ηλεία, αλλά και των μόνιμων κατοίκων και επισκεπτών της Αρκαδικής γης. Ένα ελληνικό καφεδάκι στη δυτική πλέον πλευρά του Αρτεμισίου και ένα ποτήρι δροσερό νερό ήταν το καλύτερο καλωσόρισμα.
Φύγαμε και σε μικρή απόσταση, το πρώτο αρκαδικό χωριό που συναντήσαμε, ήταν η Νεστάνη (Τσιπιανά), πολύ γνωστό σε μας γιατί συνορεύει και με το δικό μας χωριό, εκεί ψηλά στις ράχες του Αρτεμισίου. Τα δύο αυτά χωριά και γενικότερα η Μαντινεία με την Αργολίδα από τα αρχαία χρόνια συνδεόντουσαν με τη γνωστή «οδό των Πρίνων», που την αναφέρει ο γνωστός περιηγητής Παυσανίας. Αιωνόβια πουρνάρια κατά τη διαδρομή εκείνη υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Από μουλαρόδρομος που ήταν, για να εξυπηρετούνται οι γεωργοκτηνοτρόφοι των δύο χωριών, έγινε ένας αυτοκινητόδρομος της κακιάς ώρας, πάλι καλά, μόνο για τρακτέρ. Με τον καιρό όμως ο μισός αυτός δρόμος από το μέρος της Καρυάς (Αργολίδας) ασφαλτοστρώθηκε. Δυστυχώς όμως η Νομαρχία της Αρκαδίας δεν επισκεύασε το τμήμα που της αναλογούσε, δηλ. από Νεστάνη προς Καρυά, αν και έκανε κάποια αρχή. Περιμένουμε τώρα την Περιφέρεια μήπως ολοκληρώσει το έργο για το καλό και των δύο Νομών.
Ένα αξιοπερίεργο που συμβαίνει στο χώρο που βλέπομε μπροστά μας είναι ότι ο μικρός κάμπος που απλώνεται στα πόδια της Νεστάνης, το χειμώνα πλημμυρίζει, γίνεται λίμνη και επειδή δεν υπάρχει ποτάμι για να διαφύγει, έχει δημιουργηθεί στην άκρη της πλαγιάς μία καταβόθρα που καταπίνει όλο αυτό το νερό. Λένε ότι μπορεί να είναι και αυτό που βγάζει η πηγή στο Κεφαλάρι του Άργους.
Εμείς όμως δε χάσαμε την ευκαιρία, που μας έδινε η ημερήσια αυτή εκδρομή. Στρίψαμε αριστερά και μπήκαμε μέσα στη Νεστάνη. Πανέμορφο χωριό με ελάχιστους κατοίκους κι αυτούς ηλικιωμένους. Οι περισσότεροι, όπως έχει συμβεί και στα άλλα χωριά της Αρκαδίας και όχι μόνο, έχουν μεταναστέψει , έχουν προκόψει στην ξενιτιά και έχουν δημιουργήσει μεγάλες ελληνικές κοινότητες στο Σικάγο της Αμερικής, στον Καναδά και σε άλλα μέρη.
Από το χωριό ανεβήκαμε ψηλά στον μεγαλοπρεπή βράχο (το Γουλά), στα ριζά του οποίου βρίσκεται το ξακουστό μοναστήρι « Η Παναγία η Γοργοεπήκοος», όπου τιμάται η Κοίμηση της Θεοτόκου. Στο Μοναστήρι αυτό θυμηθήκαμε ότι κάθε Δεκαπενταύγουστο, τον καιρό που ήμασταν παιδιά, που μας έφερναν οι μανάδες μας, για να μεταλάβουμε. Φαίνεται ότι το είχαν τάμα όλες οι γυναίκες της Καρυάς. Αλλά και επί των ημερών μας οι Καρυώτες συνεχίζουν να είναι τακτικοί προσκυνητές και να παρακολουθούν τις βραδινές Αυγουστιάτικες παρακλήσεις που γίνονται στην Παναγία. Από εκεί ψηλά αγναντέψαμε όλο το λεκανοπέδιο της Τριπολιτσάς. Αφού ανάψαμε το κεράκι μας και ασπασθήκαμε, πέραν των άλλων εικόνων, και το σπάνιο κειμήλιο , την δια χειρός του ευαγγελιστή Λουκά ζωγραφισμένη εικόνα της Παναγίας, αναχωρήσαμε γιατί μας περίμενε μεγάλη διαδρομή ακόμη.
Μετά τα διόδια Νεστάνης πήραμε το δρόμο για την Ολυμπία, διασχίζοντας τον εύφορο κάμπο της Μηλιάς. Ξακουστός για τις πατάτες πρώτης ποιότητας, το καλαμπόκι, το σάρωμα, τα σιτηρά, τα αμπέλια κλπ. Τα παλαιότερα χρόνια την εποχή του όψιμου θερισμού, σχετικά με το θερισμό στο κάμπο του Άργους να πούμε, δούλευαν εκεί πολλοί συγχωριανοί μας, στον αποκαλούμενο και ως «πίσω θέρο». Πάνε τα χρόνια εκείνα τα καλά, γιατί όπως βλέπομε τώρα ο κάμπος αυτός είναι εν πολλοίς ακαλλιέργητος στη μεγαλύτερή του έκταση.
(Στην πρώτη μεγάλη διασταύρωση γράφει, αριστερά Τρίπολη και δεξιά Αρχαία Μαντινεία. Αξιόλογοι προορισμοί, όχι όμως για σήμερα και συνεχίζομε.)
Μας προβληματίζει και μας στενοχωρεί η μεγάλη ερήμωση και εγκατάλειψη που βλέπομε σε όλη τη διαδρομή που ακολουθούμε. Οι γκορτσιές, τα πουρνάρια, τα κέδρα και άλλα άγρια δέντρα θεριεύουν και κυριαρχούν εκεί που άλλοτε ήταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Επίσης δε συναντήσαμε ούτε ένα κοπάδι γιδοπρόβατα, εκεί που η κτηνοτροφία ήκμαζε στο πρόσφατο παρελθόν. Μοναδική εξαίρεση οφθαλμοφανούς καλλιέργειας ήταν οι γνωστοί στην περιοχή αμπελώνες του Καμπά. Τη μόνη δραστηριότητα που παρακολουθήσαμε στη διαδρομή ήταν αυτή που γινότανε στα βενζινάδικα, που φυτρώνουν κατά διαστήματα στον κεντρικό δρόμο.
Η ζέστη όμως αρχίζει να μεγαλώνει κι εμείς περνώντας το χωριό Κάψια φτάσαμε στη διασταύρωση του Καρδαρά, όπου αντί να συνεχίσουμε το δρόμο προς το Λεβίδι, στρίψαμε αριστερά, προς τα εκεί που η πινακίδα έγραφε «Χιονοδρομικό Κέντρου Μαινάλου». Εκεί φυσικά πηγαίνει πολύς κόσμος για το χιόνι το χειμώνα, εμείς πήγαμε το κατακαλόκαιρο και δε μετανιώσαμε. Στο πρώτο χιλιόμετρο συναντήσαμε τα πρώτα έλατα και τις πρώτες ανηφορικές στροφές. Ήδη βρισκόμασταν στο κατάφυτο με έλατα Μαίναλο. Στο κεντρικό βουνό της Αρκαδίας και της Πελοποννήσου ολόκληρης, με ψηλότερη κορυφή την Οστρακίνα,1981 μέτρα υψόμετρο. Στο βουνό που στην αρχαιότητα λατρευόταν ο τραγοπόδαρος Θεός Πάνας, προστάτης των κτηνοτρόφων.
Το αυτοκίνητό μας κατάπινε σιγά σιγά τα χιλιόμετρα του καλοδιατηρημένου επαρχιακού δρόμου, όχι μόνο γιατί ήταν ανηφορικός αλλά γιατί εμείς κατενθουσιασμένοι από όσα βλέπαμε, θέλαμε να απολαμβάνομε τη μοναδική και απερίγραπτη ομορφιά. Στην κυριολεξία περνάγαμε κάτω από τα πανύψηλα και λυγερόκορμα έλατα, τα οποία στόλιζαν το βουνό σε όση έκταση έφτανε το οπτικό μας πεδίο. Σε ορισμένα σημεία μάλιστα χάναμε και τον ουρανό.
Αξίζει να αναφερθεί ότι δεξιά και αριστερά του δρόμου πολλοί μελισσοκόμοι είχαν τοποθετήσει σε σειρές αμέτρητες με διακριτικά χρώματα κυψέλες, για την παραγωγή του γνωστού μελιού της περιοχής και μάλιστα πρώτης ποιότητας.
Η δροσιά όσο ανεβαίναμε γινόταν και πιο αισθητή και την απολαύσαμε περισσότερο όταν φτάσαμε ψηλά στο μεγάλο ξέφωτο από έλατα, στο χιονοδρομικό κέντρο και κάναμε την πρώτη μας στάση σε υψόμετρο1600 μέτρων. Βλέποντας το χώρο γύρω μας πιστέψαμε ότι σ’ αυτόν τον ειδυλλιακό χώρο θα είχαν τα λημέρια τους οι αϊτοί της ρωμιοσύνης, οι ήρωες, οι κλέφτες, οι αρματολοί του 1821 και άλλοι πιο σύγχρονοι καπεταναίοι της εθνικής μας Αντίστασης.
Φυσικά αυτά που βλέπαμε δεν είχαν καμία σχέση με όσα διαδραματίζονται το χειμώνα με το κατάλευκο τοπίο, το κρύο , το χιόνι, το σκι και τις λοιπές δραστηριότητες.
Εκεί ψηλά εκτός από μελισσοκόμους συναντήσαμε λίγους δασοφύλακες και μερικούς ανθρώπους που μάζευαν στα γυμνά και ξέφωτα ψηλώματα το πασίγνωστο αρωματικό τσάι του βουνού.
Παίρνοντας βαθιές ανάσες καθαρού αέρα, γεμίζοντας έτσι τα πνευμόνια μας με οξυγόνο και ευχαριστημένοι με όσα βλέπαμε κα νιώθαμε, συστήνουμε ανεπιφύλακτα και υπεύθυνα σε μικρούς και μεγάλους την καλοκαιρινή ανάβαση στο Μαίναλο. Είναι δελεαστικός προορισμός για μια ημερήσια απόδραση. Δικαιολογημένα λοιπόν τα διεθνή βραβεία με τα οποία έχει τιμηθεί το Μαίναλο για τις φυσικές του ομορφιές κατά τη διάρκεια φυσικά όλων των εποχών του χρόνου.
Ο δρόμος συνεχίζει προς τη δυτική πλευρά του Μαινάλου και τον ακολουθούμε. Πριν αρχίσουμε να κατηφορίζουμε ξεπετάχτηκαν μπροστά μας δύο λυκόσκυλα με κακές διαθέσεις και μας ακολουθούσαν γαυγίζοντας. Δίπλα μέσα από τα έλατα φάνηκε ένα κοπάδι γίδια με τα κελαηδιστικά τροκάνια τους. Κάπου εκεί ανάμεσα στους θάμνους είδαμε κι έναν βοσκό αχτένιστο, με μεγάλη γενειάδα, με τη γκλίτσα στο χέρι, να σαλαγάει τα γίδια του σφυρίζοντας και η σκέψη μας πήγε, μήπως ήτανε ο ίδιος ο θεός Πάνας.
Συνεχίζουμε μια ίδια διαδρομή αλλά με κατηφορικές στροφές. Για πολλά χιλιόμετρα δε βλέπαμε προς καμία κατεύθυνση σπίτια, κατοικήσιμο μέρος. Μόνο σπιτάκια μελισσών βλέπαμε. Η δροσιά μάς έκανε να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στα μέσα Ιουλίου. Η πρασινάδα και τα λουλούδια μάς θύμιζαν Άνοιξη. Κατεβαίναμε με το πόδι στο φρένο. Σιγά σιγά. Σα να μη θέλαμε να φύγουμε. Γνωρίζαμε ότι αφήναμε πίσω μας ένα σπάνιο τοπίο, μία πρωτόγνωρη ομορφιά, άγνωστη σε πολλούς ανθρώπους.
Από κάποιο σημείο της καθόδου μας αντικρίσαμε ένα συγκεντρωμένο μεγάλο χωριό με κεραμιδοσκεπές στα σπίτια. Ήταν η όμορφη και ξακουστή Βυτίνα. Το αξιολογότερο ορεινό θέρετρο της Πελοποννήσου. Μας ξάφνιασε, δεν την περιμέναμε εκεί ή δε θέλαμε να τελειώσει η διαδρομή με τα έλατα. Την είχαμε επισκεφτεί άλλη φορά και για το λόγο αυτό και επειδή δε μας το επέτρεπε και ο χρόνος, την παρακάμψαμε και συνεχίσαμε πια τον κεντρικό δρόμο για τον κυρίως προορισμό μας που ήταν η Δημητσάνα.
Τον ορεινό όγκο του Μαινάλου με τους μύθους, τους θρύλους, την ιστορία και τις λοιπές του ομορφιές δε θα τον χάσουμε από τα μάτια μας σε όλη μας την υπόλοιπη διαδρομή. Προς το παρόν θα μας συντροφεύει μέχρι και τη διασταύρωση της Καρκαλούς. Εκεί μία πινακίδα μας υπενθυμίζει ότι βρισκόμαστε στη Γορτυνία και μία άλλη μας καλωσορίζει στα όρια του Δήμου Δημητσάνας. Άρα πλησιάζουμε. Κάπου εκεί κοντά είναι και οι πηγές του Λούσιου ποταμού. Αφήνουμε το δρόμο προς τα Λαγκάδια και στρίβουμε προς τ’ αριστερά. Ο στενός δρόμος ακολουθεί τις όχθες του ποταμού και όταν χρειάζεται διασταυρώνεται μαζί του με γραφικά γεφυράκια. Ο δρόμος δεν το επιτρέπει να τρέχεις γρήγορα αλλά πηγαίνεις αργά και σκόπιμα για να απολαμβάνεις τόσο τις διαδοχικές ομορφιές όσο και για να ακούς τους ήχους των τζιτζικιών και των πουλιών.
Μετά από μία στροφή του δρόμου, ξαφνικά υψώνεται μπροστά μας η Δημητσάνα. Σταματάμε να την φωτογραφίσουμε. Αυτό λοιπόν είναι το γραφικό, το ξακουστό και ιστορικό χωριό! Τη βλέπομε πετρόχτιστη πάνω σε μία λοφοράχη και δεξιά της στο βάθος να βρίσκεται το φαράγγι του Λούσιου.
Από την ιστορία θυμηθήκαμε τη μεγάλη προσφορά της στο Έθνος και την Ορθοδοξία. Με το Δημητσανίτικο μπαρούτι των 14 μπαρουτόμυλων στο Λούσιο, που δούλευαν ακατάπαυστα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, έφτιαχναν τα φυσεκλίκια για τα καριοφίλια των αγωνιστών, με πρώτους τους Αρκάδες καπεταναίους και κλεφταρματολούς. Χωρίς το μπαρούτι αυτό είναι βέβαιο ότι ο δρόμος προς τη λευτεριά θα ήταν πιο μακρύς και δύσβατος.
Ακόμη θυμηθήκαμε τους μεγάλους Δημητσανίτες ιεράρχες, τον εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ και το Δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό, που ύψωσε το λάβαρο της εξέγερσης του Έθνους στα Καλάβρυτα, τα σπίτια των οποίων διατηρούνται ακόμη στη Δημητσάνα. Σε λίγο θα τα δούμε κι από κοντά. Θα δούμε ακόμη το λαογραφικό Μουσείο, τα αρχοντικά σπίτια, τις εκκλησιές με τα μεγάλα καμπαναριά, το οίκημα της Μητρόπολης Γόρτυνος και την αξιόλογη βιβλιοθήκη, της οποίας πολλά ιστορικά βιβλία θυσιάστηκαν στο βωμό κι αυτά για την κατασκευή των φυσεκίων.
Αλλά προς το παρόν περάσαμε τον μοναδικό και στενό της δρόμο, μια ημέρα που γινότανε και λαϊκή αγορά, για να πάμε να δούμε το σύγχρονο Μουσείο Υδροκίνησης και να επιστρέψουμε γρήγορα να περπατήσουμε τα καλντερίμια της, να επισκεφθούμε τα αξιοθέατα και να γευτούμε τα φημολογούμενα νόστιμα φαγητά της.
Φτάσαμε λοιπόν στο κεφαλάρι του Αϊ-Γιάννη , με το κελαρυστό και κρύο νερό του, ήπιαμε με την κούπα που έχουν προσδέσει εκεί για το σκοπό αυτό και δροσιστήκαμε κάτω από τα πελώρια βαθύσκιωτα πλατάνια.
Συγχαρητήρια σε όσους είχαν την φαεινή ιδέα και την πρωτοβουλία της ίδρυσης του Μουσείου της Υδροκίνησης. Διδακτικό και παραστατικό για τους νέους επισκέπτες αλλά επαναφέρει μνήμες και βιώματα άλλων εποχών και στους ηλικιωμένους. Οργανωμένο μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια με θαυμάσιο τρόπο και θα λέγαμε ότι είναι ακριβές αντίγραφο της πραγματικότητας. Πινακίδες, παλιές φωτογραφίες, ενημερωτικά στοιχεία, ακουστικές περιγραφές κατατοπίζουν τους επισκέπτες για τα όργανα που βλέπουν και τα οποία με τη βοήθεια των ξεναγών-υπαλλήλων τίθενται και σε ολιγόλεπτη λειτουργία για να υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα . Είδαμε και θαυμάσαμε τα μεγάλα βαγένια , από τα οποία πέφτει το νερό από ψηλά με μεγάλη δύναμη, τη νεροτριβή, τον αλευρόμυλο και το άλεσμα καλαμποκιού, το βυρσοδεψείο και τον τρόπο κατεργασίας των δερμάτων και τον μπαρουτόμυλο με οπτικοακουστική επιπλέον ενημέρωση.
Όλα αυτά σε μεγάλο αριθμό υπήρχαν και λειτουργούσαν, σε παλιότερες εποχές, κατά μήκος του απότομου φαραγγιού του Λούσιου, σε τοποθεσίες που ευνοούντο από την πτώση του νερού. Το νερό αυτό που το θαυμάζουμε στους καταρράκτες και που χρησιμοποιείται και για αγωνιστικούς σκοπούς, κατά τους χειμερινούς μήνες, τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, για να φτάσει όσο το δυνατόν νωρίτερα και ν’ ανταμώσει τον Αλφειό ποταμό.
Στο ίδιο απόκρημνο φαράγγι, δεξιά και αριστερά, για λόγους ασφαλείας, κτίστηκαν από ιερομόναχους τρεις μεγάλες Μονές, του Φιλοσόφου, των Αιμυαλών και του Προδρόμου, που έγραψαν τη δική τους ιστορία η κάθε μια στα χρόνια της Επανάστασης του Γένους και όχι μόνο. Τις είδαμε από μακριά αλλά υποσχεθήκαμε ότι μια άλλη φορά θα επιστρέψουμε στο χώρο αυτό ειδικά για τις τρεις Μονές.
Στην περιοχή αυτή ο χρόνος τρέχει γρήγορα σαν τα νερά του Λούσιου. Αργήσαμε, γι’ αυτό και πήραμε το δρόμο του γυρισμού για τη Δημητσάνα. Ήμασταν όμως άτυχοι. Ένα μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο είχε στριμωχθεί στον στενό δρόμο μέσα στη Δημητσάνα με κάποιο άλλο μικρό, παράνομα παρκαρισμένο φαντάζομαι. Μπλοκαρίστηκαν πολλά αυτοκίνητα, ούτε μπρος ούτε πίσω και η ουρά πολύ μεγάλη. Τι να κάνουμε και πόση ώρα να περιμένουμε. Η ζέστη αφόρητη. Να αφήσουμε το αυτοκίνητο και που, για να πάμε με τα πόδια; Δεν το βρήκαμε τόσο εύκολο και εύλογο. Φανταστήκαμε ότι αυτό λόγω της μεγάλης τουριστικής κίνησης και της στενότητας του δρόμου θα επαναλαμβάνεται συχνά.
Επιτακτική ανάγκη να βρεθεί κάποια λύση στο πρόβλημα αυτό από τις τοπικές αρχές, που θα διευκολύνει τους μόνιμους κατοίκους, τους περαστικούς και τους χιλιάδες εκδρομείς και τουρίστες με πούλμαν. Π.χ. να διανοιχτεί καινούργιος δρόμος, να διαπλατυνθεί ο υπάρχων, να δημιουργηθούν πάρκινγκ, να απαγορευτεί η στάθμευση, να γίνεται η διέλευση με σηματοδότηση κλπ. δεν ξέρω τι άλλο να πω.
Τέλος πάντων εμείς προ του προβλήματος αυτού αλλάξαμε πρόγραμμα με χαλασμένη τη διάθεσή μας, που δε χαρήκαμε περισσότερο τη Δημητσάνα και αφού αποτίσαμε φόρο τιμής στο άγαλμα του μαρτυρικού Πατριάρχη του Γρηγορίου του Ε΄, φύγαμε προς την άλλη κατεύθυνση, δηλ. προς τη Μεγαλόπολη. Σε λίγο φτάσαμε στη Στεμνίτσα.
Είχαμε τις σχετικές πληροφορίες, αλλά άλλο να ακούσεις και άλλο να τη δεις με τα μάτια σου. Ένα πραγματικό καλλιτέχνημα. Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει. Αρχίζοντας από τον Άγιο Γεώργιο και το Καμπαναριό στην πλατεία μέχρι και την τελευταία μάντρα στις άκρες του χωριού. Οι πιο ξακουστοί μαστόροι λάξεψαν την πιο καλή πέτρα, πελεκήσανε αγκωνάρια και συναγωνιστήκανε ποιος θα χτίσει το καλύτερο σπίτι. Φαντάζομαι ότι οι γείτονες Λαγκαδιανοί χτιστάδες θα βάλλανε κι αυτοί το μαστορικό χεράκι τους. Το πέτρινο αυτό στολίδι, πάλι του Μαινάλου, είναι χτισμένο στα 1080 μέτρα υψόμετρο. Έπαιξε κι αυτό πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, ήταν αγαπητό στέκι του Γέρου του Μοριά, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και έγινε έδρα της πρώτης Πελοποννησιακής Γερουσίας. Λόγω του ορεινού και άγονου εδάφους οι κάτοικοι από τα παλιά χρόνια στράφηκαν προς το εμπόριο και την αργυροχρυσοχοΐα. Γι’ αυτό και τιμητικά στη Στεμνίτσα ιδρύθηκε και λειτουργεί και σήμερα ομώνυμη τεχνική Σχολή.
Η παρέα μου κι εγώ αφού περπατήσαμε στα στενά δρομάκια και θαυμάσαμε τα πέτρινα αριστουργήματα, καθίσαμε στην δροσερή και φιλόξενη πλατεία της για ξεκούραση και για φαγητό. Το κατσικάκι ριγανάτο και σε μεγάλες μερίδες ήταν τόσο νόστιμο και καλομαγειρεμένο που θα μας μείνει αξέχαστο. Επιπλέον πολύ φτηνό και νιώσαμε σπιτική περιποίηση παρά εστιατορίου.
Ευχαριστημένοι αποχαιρετήσαμε την όμορφη Στεμνίτσα. Από τη Νότια πλαγιά του Μαινάλου κατερχόμενοι βλέπαμε τη Μεγαλόπολη με την πεδιάδα της και τις καμινάδες της ΔΕΗ να καπνίζουν αρημανίως. Αναγκαίο κακό και προϋπόθεση για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το πρώτο χωριό που συναντήσαμε, πατώντας σιγά σιγά ημιορεινό πια μέρος ήταν το χωριό Ελληνικό (Μουλάτσι), που συναγωνίζεται σε ομορφιά όλα τα άλλα χωριά της Γορτυνίας. Οι κάτοικοι του χωριού αυτού, για τα παλιά χρόνια μιλάμε, είχαν μια ιδιαίτερη επαγγελματική δραστηριότητα, ήταν μπαλωματήδες και κατασκευαστές καινούργιων παπουτσιών. Με τα απαραίτητα εργαλεία, φαλτσέτα, τανάλια, σφυρί, σουφλί, βελόνες και με τα χρειαζούμενα υλικά, όπως καρφιά, δέρμα, σπάγκο κλπ, μέσα σε ένα δισάκι, φορτωμένο στον ώμο τους γύριζαν, φυσικά οι άνδρες, όλα τα χωριά της Αρκαδίας και των γύρω Νομών, για αναζήτηση δουλειάς, που κρατούσε αρκετούς μήνες. Στο χωριό έμεναν πίσω οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες να φροντίζουν τα παιδιά και τις υπόλοιπες αγροτικές δουλειές.
Το χωριό αυτό το ξέρουμε καλά εμείς οι Καρυώτες της Αργολίδας γιατί και στο χωριό μας ερχόντουσαν μπαλωματήδες από το Μουλάτσι. Ένας μάλιστα, Βαγγέλης Παναγόπουλος, πολύ αγαπητός και γνωστός ως Μουλατσιώτης, έμεινε μόνιμα στο χωριό μας και μετά το θάνατό του, αφού σκοτώθηκε σε μία στροφή, στο έμπα του χωριού μας, από τους Γερμανούς κατακτητές και από τότε τον τόπο της εκτέλεσης τον λέμε στροφή του Μουλατσιώτη.
Αν και ο χρόνος δεν μας το επέτρεπε, ο ήλιος γέρνει χωρίς να μειώνεται και η ζέστη, θα ήταν μεγάλη μας παράλειψη, εδώ που φτάσαμε, αν δεν πηγαίναμε, έστω και για λίγο, σε ένα από τα ομορφότερα χωριά της Γορτυνίας, κάνει μπαμ και από μακριά. Ανεβήκαμε λοιπόν στην ιστορική Καρύταινα, τη γνωστή και ως Καστροπολιτεία. Είναι χτισμένη ψηλά στο λόφο και έχει για στολίδι το καλοδιατηρημένο μεσαιωνικό Κάστρο της. Το Κάστρο αυτό χρησιμοποίησε και ο καπετάν Θεοδωράκης Κολοκοτρώνης ως ορμητήριο, κατά τις επιθέσεις του εναντίον του Ιμπραήμ. Είναι ένας παραδοσιακός οικισμός και μέχρι πρότινος και έδρα του Δήμου Γόρτυνος. Εντυπωσιακό είναι και το φαράγγι της, εκεί που περνάει ο Αλφειός ποταμός, που την προστάτευε από τους εχθρούς, όπως και το Κάστρο της, αλλά με φυσική οχύρωση. Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε και τη γέφυρα του Αλφειού ποταμού, γνωστή σε όλους τους Έλληνες, γιατί κοσμούσε παλαιότερα το χαρτονόμισμα των 5.000 δραχμών.
Ο ήλιος όλο και «χαμηλώνει κι η μέρα σώνεται» κι εμείς μετά από μία μικρή στάση στη Μεγαλόπολη για ένα αναψυκτικό, φτάσαμε στον Κόμβο της νέας εθνικής οδού. Η διέλευσή της για μένα και την παρέα μου γινότανε για πρώτη φορά και ήταν μία ξεχωριστή εμπειρία. Μέσα από τις καινούργιες σήραγγες, που δόθηκαν σε κυκλοφορία τους περασμένους μήνες, το πότε φτάσαμε στον Κόμβο της Στέρνας και από εκεί στο χωριό μας, δεν το καταλάβαμε. Γυρίζοντας με το καλό στα σπίτια μας και αναλογιζόμενοι που και που πήγαμε, τα πόσα αξιοθέατα είδαμε και τι διδαχτήκαμε, καταλήξαμε στο πρώτο συμπέρασμα ότι αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη ημερήσια απόδραση και περιήγηση της Αρκαδίας, αλλά ήταν ένα φυλλομέτρημα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους. Θα τη συστήνουμε σε κάθε ευκαιρία και σε κάθε συνομιλητή μας. Επειδή όμως αυτά που δεν είδαμε είναι περισσότερα και πολλά είναι και σημαντικότερα από αυτά που είδαμε, καταλήξαμε στο δεύτερο συμπέρασμα ότι η σημερινή μας περιήγηση είναι μία από τις αμέτρητες ημερήσιες αποδράσεις, που πρέπει να κάνει κάθε έλληνας αν θέλει να γνωρίσει ολόκληρη την Αρκαδική γη, το καμάρι του Μοριά.
Ο Σπύρος Κων. Καραμούντζος γεννήθηκε στην Καρυά Αργολίδας. Ως δάσκαλος εργάστηκε σε σχολεία της Ανατολικής Μακεδονίας και της Αττικής. Μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε ως Γραμματέας της Σ.Ε.Λ.Δ.Ε. Αθηνών, ως Προϊστάμενος του 6ου Γραφείου Π.Ε. Ανατολικής Αττικής και ως Σχολικός Σύμβουλος, μέχρι τη συνταξιοδότηση του, στην Εκπαιδευτική Περιφέρεια Ολυμπίας. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και ειδικότερα με την ποίηση.
Έχουν κυκλοφορήσει πέντε ποιητικές Συλλογές του:- «ΑΛΚΥΟΝΕΣ» (2000),
- «ΔΟΞΑΡΙΣΜΑΤΑ» (2004),
- «ΦΥΛΛΟΒΟΛΗΜΑΤΑ-ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ» (2006),
- «ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ – ΧΑΪΚΟΥ» (2006),
- «ΗΛΙΑΝΘΟΙ» (2010) και το πεζογράφημα «ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΥΑΣ» 2007.
Ποιήματα του έχουν συμπεριληφθεί σε πολλές ποιητικές ανθολογίες. Επίσης δημοσιεύονται τακτικά σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και σε λογοτεχνικές σελίδες εφημερίδων εκτός από ποιήματα και πεζά του κείμενα. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Αρθρο από ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου